Ιστορίες σαν την παρακάτω νομίζω ότι πάνω κάτω τις έχουμε ακούσει ή ζήσει όλοι στην Ελλάδα. Τριάντα τόσα χρόνια πριν, μια γνωστή μου οικογένεια έκαναν ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Έξι μήνες μετά, αποφάσισαν και να το βαφτίσουν. Όλα καλά μέχρι εδώ.
Παρένθεση: Η παράδοση λέει ότι τα εγγόνια παίρνουν τα ονόματα των παππούδων. Αν κατάγεσαι εκτός Πελοποννήσου κι εφόσον υπάρχει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, το μεν αγόρι συνήθως παίρνει το όνομα του πατέρα του πατέρα του και το δε κορίτσι το όνομα της μητέρας της μητέρας του. Αυτά εκτός Πελοποννήσου συνήθως, καθώς στην Πελοπόννησο, τόσο το αγόρι (πες το κι απλά «το παιδί»!), όσο και το κορίτσι παίρνουν τα ονόματα τους σχεδόν αποκλειστικά από τους παππούδες από το σόι του πατέρα, κι αν υπάρχει κι άλλο κορίτσι ή και αγόρι τότε το σκεφτόμαστε ως Πελοποννήσιοι κι αν έχουμε τις καλές μας, κάτι μπορεί να πάρει κι από το σόι της μάνας. Αυτά στην Πελοπόννησο, την λεβέντισσα και την καραμπουζουκλού.
Επιστροφή τώρα στην ιστορία μας. Στους έξι μήνες λοιπόν όλα ήταν έτοιμα για την βάφτιση.
Το κορίτσι σύμφωνα με τη επιθυμία της μητέρα του θα έπαιρνε το όνομα της μητέρας της τελευταίας, της γιαγιάς δηλαδή που την έλεγαν Καλλιόπη, η μάνα δεν ήταν από την Πελοπόννησο, αλλά από την Κοζάνη και τα είχε αλλιώς στο μυαλό της, ο δε πατέρας πίστευε ότι το όνομα του κοριτσιού θα ήταν Παναγιώτα, το όνομα της δικής του μητέρας δηλαδή, ως γνήσιος Πελοποννήσιος έπρεπε να κρατήσει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του Μωρέως.
Υπήρχε όμως και μια νονά, αυτή ήταν από την Άνδρο. Η Ανδριώτισσα νονά προφανώς είχε πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο της - λένε ότι οι Ανδριώτισσες είναι καπετάνισσες στο σπίτι και μύγα δεν σηκώνουν στο σπαθί τους - ουδείς της είχε πει ότι οι νονάδες είναι συνήθως διακοσμητικές κι ότι αυτό που οφείλουν να κάνουν είναι να αναλάβουν μερικά έξοδα και να λαδώσουν το παιδί.
Η νονά επειδή όπως είπαμε είχε πιστέψει ότι ο ρόλος της περιλάμβανε πολύ περισσότερα από το να πληρώσει τις μπομπονιέρες, θεώρησε ότι το Παναγιώτα και το Καλλιόπη δεν ήταν εύηχα ονόματα και ότι το παιδί θα έπρεπε να πάρει το δικό της αρχοντικό όνομα - άλλωστε αυτός δεν είναι και ο ρόλος της αναδόχου; - το οποίο ήταν Αλεξάνδρα.
Πριν την βάφτιση, η νονά - όπως προβλέπεται - είχε πιάσει τον παπά, όχι από τα γένια, αλλά στο πίτσι πίτσι - για την ιστορία να αναφέρω ότι ήταν και συγγενής της - και του είχε δηλώσει ότι το όνομα του παιδιού θα ήταν Αλεξάνδρα, αναφέροντάς του ότι με αυτό ήταν σύμφωνοι και οι γονείς, άσχετα όμως που οι γονείς, ο καθένας για το δικό του λόγο, θεωρούσαν ως δεδομένο ότι το παιδί θα ονομαζόταν Καλλιόπη (πεποίθηση μάνας) ή Παναγιώτα (πεποίθηση πατέρα).
Όλα αυτά ακούγονται κάπως σουρεαλιστικά, καθώς το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι: μα καλά όλοι αυτοί δεν είχαν συνεννοηθεί από πριν για το όνομα του παιδιού; Η απάντηση είναι, όχι, φυσικά και όχι, μερικά πράγματα τα οποία για κάποιους φαίνονται λογικά για κάποιους άλλους δεν είναι, μια παραδοσιακή βάφτιση στην Ελλάδα θα έκαναν οι άνθρωποι, τι ποιο λογικό να μην συνεννοηθούν; άλλωστε για έξι μήνες και πριν την βάφτιση, το πρακτικό ζήτημα της ονομασίας του παιδιού είχε λυθεί, καθώς το κοριτσάκι, ως είθισται στα μέρη μας, το αποκαλούσαν «μπέμπα».
Στο παρασκήνιο βέβαια, όλοι είχαν πιάσει τον παπά - είπαμε όχι από τα γένια - και του είχαν πει ποιο ακριβώς όνομα θα έδιναν στο παιδί, αλλά όπως είπαμε, η νονά ήταν εκείνη που είχε το μεγάλο βύσμα, καθώς ο παπάς ήταν συγγενής της.
Στο μυστήριο όλοι ήταν χαρούμενοι, έτσι γίνεται πάντα. Το μωρό βέλαξε – ως είθισται – όταν το βούτηξε ο παπάς μέσα στην κολυμπήθρα με τα λάδια και τα νερά, ο οποίος με τη στεντόρεια φωνή του ονομάτισε το παιδί Αλεξάνδρα, το όνομα δηλαδή της νονάς!
Σιωπή στην αρχή. Όλοι πίστεψαν ότι έγινε κάποιο λάθος, η μητέρα διόρθωσε ευγενικά τον παπά ότι το παιδί λέγεται Καλλιόπη, ενώ ο πατέρας φώναξε ότι το παιδί λέγεται Παναγιώτα, η δε νονά αντέκρουσε ότι πολύ σωστά το παιδί ονοματίστηκε Αλεξάνδρα, ενώ από πίσω οι συμπεθέρες, η γιαγιά Καλλιόπη και η γιαγιά Παναγιώτα αντάλλασσαν δολοφονικές ματιές, και στη συνέχεια όλοι μαζί όρμησαν στον παπά, ο οποίος αναψοκοκκινισμένος βουτούσε το παιδί μέσα στην κολυμπήθρα για να κατευνάσει τα πνεύματα και να προσδώσει στον μυστήριο την αρμόζουσα θρησκευτικότητα.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα είχαν ξεφύγει, η μόνη ατάραχη ήταν η νονά η οποία είχε κάνει το κομμάτι της, γράφοντας στις σόλες των δεδεκάποντων γοβών της τις επιθυμίες των γονιών, οι γονείς τσακώνονταν μεταξύ τους, ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλον για την προβληματική συνεννόηση, την ονοματοδοσία της «μπέμπας», αλλά και για την επιλογή νονάς, τα σόγια άρχισαν να φωνάζουν και να σκληρίζουν ότι αυτά είναι ανήκουστα πράγματα κι ότι η μπέμπα μας έπρεπε να πάρει το τιμημένο όνομα της γιαγιάς Παναγιώτας οι μεν, ή της γιαγιάς Καλλιόπης οι δε! Το δε σόι του πατέρα κατηγορούσε την μάνα ότι τα έκανε πλακάκια με την νονά για να μην δοθεί το μπανάλ «Παναγιώτα» ως όνομα στο παιδί, το δε σόι της μάνας κατηγορούσε το σόι του πατέρα, έτσι γενικά κι αόριστα, έτσι άλλωστε είναι και το πρέπον σε ένα ελληνικό καυγά μεταξύ σογιών, η νονά άρχισε να θορυβείται και να ζητά την βοήθεια του Θεού και του παπά, ο δε παπάς, ο οποίος είχε προφανώς λερωμένη τη φωλιά του, προσπαθούσε να φέρει το μυστήριο σε τάξη, αλλά εις μάτην, η Κοζανίτισσα μάνα άρπαζε το λαδωμένο γυμνό παιδάκι μέσα από τα χέρια του παπά κι άρχιζε να βγαίνει από την εκκλησία φωνάζοντας: «Καλλιοπίτσα μουυυυυυυ, κανείς δεν θα σε πάρει από τα χέρια της μανούλας» - ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και η Καλλιοπίτσα δεν πούντιασε, απλά βαλάντωσε στο κλάμα, ο πατέρας από πίσω φώναζε «που την πας την Γιωτούλα μουυυυυ (από το Παναγιωτούλα!), η δε Ανδριώτισσα νονά διόρθωνε το μακιγιάζ της και ατάραχη έφευγε από την εκκλησία, ο δε παπάς φώναζε την νεωκόρα να μαζέψει γρήγορα τα νερά και τα λάδια γιατί περίμενε η επόμενη βάφτιση κι έτσι το «μυστήριο» τελείωσε άδοξα, πάνε κι οι μπομπονιέρες, πάει και το γλέντι.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ την κοπέλα αυτή την είχα γνωρίσει ως Πόπη (από το Καλλιόπη), δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που γυρνούσε και στο Γιώτα (από Παναγιώτα), ενώ πολύ αργότερα σε κάποιο επίσημο έγγραφο που έτυχε να πέσει στα χέρια μου παρατήρησα ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Αλεξάνδρα.
Η Αλεξάνδρα λοιπόν και μέχρι να βγάλει το Γυμνάσιο ήταν, είτε Γιώτα, είτε Πόπη, κάποιες φορές γύριζε και στο «μπέμπα» κοτζάμ γαϊδάρα, το κορίτσι κάποια στιγμή τα φόρτωσε στο κρανίο και μόλις ενηλικιώθηκε αποφάσισε ότι επιθυμεί να την αποκαλούν Αλεξάνδρα. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς ο κατά δέκα χρόνια μικρότερος αδερφός της για να σπάσει πλάκα μαζί της την αποκαλούσε Αλε-Πο-Γιώτα (από Αλεξάνδρα, Πόπη και Γιώτα), με αποτέλεσμα το Αλεπογιώτα να υιοθετηθεί και από φίλους και γνωστούς, αφού το μικρό αδερφάκι ήταν τόσο χαριτωμένο το σκασμένο και τα έλεγε τόσο γουστόζικα, ενώ παράλληλα, το κορίτσι άλλοτε ήταν Γιώτα, για το σόι του πατέρα, άλλοτε Πόπη για το σόι της μάνας, άλλοτε Αλεξάνδρα γιατί έτσι γούσταρε η ίδια, κι άλλοτε Αλεπογιώτα γιατί έτσι της έμεινε περιπαικτικά.
Η κοπέλα αυτή είναι μάλλον ένα είδωλο στον καθρέφτη στον οποίο κοιτάζεται η ελληνική κοινωνία. Άλλα λέει, άλλα κάνει, άλλα εννοεί, αλλιώς τα ονοματίζει, όμως η ουσία είναι η ίδια. Όσα ονόματα κι αν προστεθούν στην κοπέλα αυτή, επισήμως θα είναι η Αλεξάνδρα, αυτό δεν αλλάζει, μπορεί οι γύρω της να την φωνάζουν όπως θέλουν, μπορεί κι εκείνη να αυτοαποκαλείται όπως θέλει, πάντοτε όμως θα είναι η Αλεξάνδρα και πάντα είτε ως Πόπη, είτε ως Γιώτα, είτε ως Αλεπογιώτα, είτε ως μπέμπα, θα μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο με τα ίδια χαρακτηριστικά και ζωή.
Στην Ελλάδα, έχουμε μάθει να καμουφλάρουμε τις αλήθειες για να μπορούμε να τις δεχόμαστε ως ψέματα, έχουμε λουστράρει τα ψέματα για να τα χωνεύουμε ως αλήθειες, στην Ελλάδα ζούμε το δικό μας μύθο, όπως τον ζουν τα σόγια της Αλεξάνδρας, η νονά της, αλλά και η ίδια και μπορεί να ονοματίζεις κάτι με χίλιους δύο τρόπους, η ουσία όμως να παραμένει η ίδια.
Σημασία όμως έχει η ονοματοδοσία, ή μήπως η ουσία;