Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Συριζέικα Γεμιστά, τριτομνημονιακά



Ασφαλώς με ρύζι και για την γκουρμεδιά, λίγη κινόα, πληγούρι κι άγριο ρύζι.
Βέβαια, ξεφεύγει από την συνταγή των ημερών, αλλά ας πάει και το παλιάμπελο, πάνω από όλα η ψευδαίσθηση ελπίδας.  
Μου άρπαξαν λίγο στην άκρη, αλλά εδώ θα μου πεις έχουμε ήδη αρπάξει εμείς πανταχόθεν, αυτό σε μάρανε;
Οπότε, στην τριτομνημονιακή εποχή που ζούμε θα φαγωθούν μέχρι κι οι φλούδες. 

Καμμένα μεν, αξιοπρεπή δε!

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Εγώ σ' αγάπησα εδώ!





Αγαπητέ αναγνώστη,


Εάν από ΄βδομάδα χαθούμε λόγω "τεχνικών" προβλημάτων, να ξέρεις ότι εγώ σ' αγάπησα εδώ!



Ειλικρινά ποτέ δικός τους,

Τζων Μπόης

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Σοφά λόγια



Είτε έτσι είτε αλλιώς, είτε μένουμε Ευρώπη είτε πάμε κάπου αλλού, το συγκεκριμένο σύνθημα στον τοίχο με εκφράζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει γραφτεί τα τελευταία χρόνια...

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Τ' είχες Γιάννη, τ' είχα πάντα...






Είναι αυτό που λένε: "θα σου χαρίσω τ' αστέρια!"

Τώρα, μόνο με 180 ευρώ παραπάνω!

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Βουκουρέστι











Τις περισσότερες φορές, κρατώντας τη φωτογραφική μου μηχανή και παριστάνοντας τον Γιαπωνέζο, αισθάνομαι ότι η εικόνα που απλώνεται μπροστά στα μάτια μου είναι η αφορμή για να πατήσω το κουμπί.
Αυτή τη φορά όμως δεν κατάλαβα τι ακριβώς με έκανε να αναζητήσω εγώ την εικόνα εκείνη που θα κέντριζε το ενδιαφέρον μου για να φωτογραφίσω την πόλη αυτή.
Στην πραγματικότητα, αισθάνθηκα ότι δεν υπήρχε μιας σαφής εικόνα, παρά μονάχα μια επίπεδη, ατάραχη επιφάνεια πάνω στην οποία εναλλάσονταν προκλητικά δύο στοιχεία, το γκρίζο με το πράσινο, το πολύ γκρίζο με το πολύ πράσινο.
Προτίμησα να την φωτογραφίσω από ψηλά. Εάν την πλησίαζα φωτογραφικά πιο κοντά θα αισθανόμουν ότι, είτε την κολακεύω αδικαιολόγητα, είτε την «καταδικάζω» με τον ίδιο τρόπο.

Στάθηκα μόνο σε ένα της σημείο από κοντά, εκείνο το οποίο αποτυπώνει το μέγεθος της ανθρώπινης μεγαλομανίας και ματαιοδοξίας...
Το τεραστίων διαστάσεων κτήριο της τελευταίας φωτογραφίας ήταν κάποτε η κατοικία ενός ανθρώπου, ο οποίος νόμιζε ότι θα ζούσε για πάντα...

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Άνοιξη για την χρεοκοπία των άλλων...




Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευτήκαμε να παρκάρουμε, ο γκάραζ-μαν καλό και ξηγημένο παιδί: «κοίτα αδερφέ, εμείς εδώ δεν είμαστε παραδοσιακό πάρκινγκ, παρκάρεις, πληρώνεις, παίρνεις το κλειδί σου, παίρνεις και του πάρκινγκ κι όταν με το καλό επιστρέψεις, ανοίγεις γκαραζόπορτα, παίρνεις αμάξι, πετάς κλειδί στην καρέκλα, να αυτή με την ψάθα κι αν ξεχαστείς και τα έχεις πιει, το αμάξι εδώ θα το βρεις αδερφέ, έλα όποτε σου γουστάρει».

Χύμα αδερφέ, μου αρέσεις...

Η παράσταση μας πλάκωσε την ψυχή, γιατί τόσο δράμα βρε αδερφέ, τι σημασία όμως έχει, συνηθήσαμε, τουλάχιστον αυτή κάποτε θα τελείωνε, κάποιες άλλες μοιάζουν να μην έχουν τέλος.
Το ποτό μοριακό, το μάθαμε κι αυτό: «Αδερφέ, τα ποτά μας είναι ιδιαίτερα, δεν πίνονται. Τρώγονται! Θα σου αρέσει!»

Έξω έσταζε η υγρασία, μύριζε εξάτμιση και άνθη νεραντζιάς, που και που κάποιο γυναικείο άρωμα, μουσικές, ήχοι, θόρυβοι, φωνές, τόσο ίδια μα και τόσο καινούργια κάθε φορά.
Ωραίοι oι Led Zeppelin, Whole Gotta Love…στο «you been coolin' and baby, I've been droolin'» άρχισαν οι δημιουργικές ασάφειες, ήταν τα μοχίτο, ήταν τα άνθη νεραντζιάς, ήταν τα γυναικεία αρώματα τριγύρω, γιατί τόση επιτήδευση στο ντύσιμο, αλλά και τι όμορφες που είναι οι ανοιξιάτικες νύχτες στην Αθήνα...

...σκεφτήκαμε και που να κρύψουμε τα λεφτά, μέσα σε κάλτσες άκουσα, δεν διευκρινίστηκε εάν μιλάγαμε για σοσόνια ή διχτυωτές, υπάρχουν και κλέφτες με βίτσια σκέφτηκα, καλύτερα με παραμάνες στο βρακί...αλλά για πόσο...μια ξεπέτα στο σούπερ μάρκετ και πάει έως και το βρακί ακόμα... καμία ελπίδα;

Το παρμπρίζ είχε πάνω του μια κίτρινη υγρή γλίτσα... η γύρη, η υγρασία, χρεοκόπησε κι αυτό, ανάβει φωτάκι για αλλαγή λαδιών, έννοια σου, θα σου βάλω έξτρα παρθένο από την Καλαμάτα, φτάνει μέχρι το καλοκαίρι και για σένα, μετά όλα αλάδωτα κι ασάλιωτα, έτσι λένε τα νέα...τι να πιστέψω...

...άπλωσα το χέρι και έκοψα το πιο όμορφο άνθος νεραντζιάς που είδα...δεν ξέρουν οι νεραντζιές από χρεοκοπίες και δημιουργικές ασάφειες, αυτές είναι συγκεκριμένες και πιστές στις υποχρεώσεις τους, είναι πάντα αξιόχρεες...

Η καμπίνα του αυτοκινήτου μοσχοβόλησε από τα άνθη, από τους Led Zeppelin του «αδερφού» μπάρμαν, στην Diana Ross στο ραδιόφωνο, η απόσταση από την μπάρα ως στην γκαραζόπορτα του «αδερφού» γκάραζ-μαν, από την δημιουργική ασάφεια έως το «...looking at you in a world of lies, you are the truth...», ένα τίναγμα μιας νεραντζιάς...τόσο σαφή και και τόσο συγκεκριμένα...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ψυχές

Φτιάχνουμε όλο και πιο τέλειες μηχανές, αλλά δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι οι ψυχές δεν είναι μηχανές...

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Να ΄χαμε, να λέγαμε;

Εργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια, από φοιτητής ακόμα. Έχω λάβει μέρος σε άπειρα meetings, τα περισσότερα ήταν «να ‘χαμε, να λέγαμε», κάποια για να αναλύσουμε μια κατάσταση, να την κατανοήσουμε και να χαράξουμε σχέδια, δράσεις, τακτικές και σε μερικά για να αποτιμήσουμε το αποτέλεσμα, να αναθεωρήσουμε και να δράσουμε ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε αυτά τα meetings συμμετέχουν συνήθως άνθρωποι οι οποίοι  είναι γνώστες του αντικειμένου, έχουν τη σχετική εμπειρία και μπορούν και να αναλύσουν, και να κατανοήσουν, να πάρουν αποφάσεις και να προσαρμοστούν.
Σε τεχνικά θέματα δεν χωρούν οι άσχετοι, οι φλύαροι και οι αργόσχολοι. Ή μήπως χωρούν;
Αυτό είναι ένα ερώτημα το οποίο με έχει απασχολήσει πολλές φορές.
Δεν νομίζω ότι είμαι ο δημοκρατικότερος άνθρωπος του κόσμου σε θέματα λήψης αποφάσεων, καθώς πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει πάντα κάποιος ο οποίος να ακούει, να μπορεί να συνθέτει, αλλά να είναι και σε θέση να λάβει και αποφάσεις, θα πρέπει είτε να έχει τα guts να προχωράει σε ρήξεις, είτε σε συναινέσεις, αλλά τουλάχιστον να έχει τη δύναμη να κάνει κάτι, να πηγαίνει προς μια κατεύθυνση κι όχι να αφήνει το καράβι να βολοδέρνεται από τα κύματα.
Πιστεύω στον καλό τον καπετάνιο, αλλά πιστεύω πολύ και στο επιδέξιο πλήρωμα, εάν το πλήρωμα είναι της αράδας, η στόφα του καπετάνιου είναι αυτή που θα μπορούσε να οδηγήσει το καράβι στο λιμάνι, εάν πάλι ο καπετάνιος είναι δεύτερης ή και τρίτης διαλογής, τότε ένα εμπειρότερο πλήρωμα -  αν το πλοίο κινδυνεύει κι ο καπετάνιος απλά ρομαντζάρει στη γέφυρα - θα είναι μεν σε θέση να το πλοηγήσει σε απάνεμο λιμάνι, θα πρέπει όμως πρώτα να έχει δώσει μάχη με τον ανίκανο καπετάνιο, με αποτέλεσμα να χαθεί χρόνος και να κινδυνεύσουν όλοι.

Για να επανέλθω, στα meetings τα οποία λαμβάνω μέρος από καιρό εις καιρό συμμετέχουμε άνθρωποι, οι οποίοι θεωρητικά τουλάχιστον, γνωρίζουμε το αντικείμενο. Κάποια στιγμή πριν από μερικά χρόνια, ένας πεφωτισμένος και έξυπνος άνθρωπος - όταν εμείς οι επαΐοντες βρεθήκαμε εμπρός σε ένα αδιέξοδο, αφού πρώτα κάψαμε όποιο εγκεφαλικό κύτταρο είχαμε προσπαθώντας να βρούμε μια άκρη σε ένα ζήτημα - έκανε κάτι το οποίο μου φάνηκε τότε πρωτοποριακό. Την ώρα του meeting περνούσε έξω από την γυάλινη πόρτα η καθαρίστρια του γραφείου. Η πόρτα άνοιξε, κι ο άνθρωπος ο οποίος λέγαμε πιο πριν, φώναξε την καθαρίστρια στο χώρο του meeting κι αφού την κέρασε καφέ, άρχισε να της περιγράφει, με όσο πιο εκλαϊκευμένο τρόπο μπορούσε την κατάσταση, στο τέλος της ζήτησε να μας πει την άποψή της.
Η καθαρίστρια, αφού στην αρχή έδειξε την έκπληξή της, προφανώς κολακεύτηκε από την πρόσκληση και άρχισε να λέει την δική της εκδοχή, με τον δικό της δηλαδή τρόπο, έξω από οποιαδήποτε αποστειρωμένη ορολογία.
Θα περίμενε τώρα κανείς να του πω ότι η καθαρίστρια μέσα στην άγνοιά της μας έδωσε λύση στο πρόβλημα. Όχι δεν έγινε έτσι, η καθαρίστρια δεν είχε τη λύση στη τσεπάκι, ούτε στον κουβά με τα απόνερα, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πώς θα χειριζόμασταν το θέμα.
Μόλις τελείωσε τον καφέ της, την ευχαριστήσαμε, εκείνη βγήκε από την αίθουσα και συνέχισε με την σφουγγαρίστρα της να καθαρίζει το χώρο έξω από το γραφείο.
Τι είχε γίνει λοιπόν; Μια τρύπα στο νερό; Είχαμε κάνει ένα διάλλειμα πίνοντας καφέ με την καθαρίστρια; Και όμως ναι, είχαμε κάνει ένα μικρό διάλλειμα και είχαμε ξανακούσει την ιστορία που μας απασχολούσε μέσα από μία άλλη γλώσσα, την απλή γλώσσα της καθαρίστριας, ακριβώς εκείνη που χρησιμοποιούμε κι εμείς όταν βγαίνουμε από τις αίθουσες των συναντήσεων, εκείνη που μιλάμε στο σπίτι μας, με την οικογένειά μας, με τους φίλους μας όταν πηγαίνουμε για καφέ. Η κατάσταση είχε - με άλλα λόγια - επαναδιατυπωθεί, είχε αποφλοιωθεί από την επικάλυψη της επαγγελματικής γλώσσας, είχε «διαβαστεί» με άλλα γυαλιά κι έτσι είχε πιο φρέσκια.

Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αφηγηθείς μια ιστορία, είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο στα είκοσί σου και μετά το ξαναδιαβάζεις στα πενήντα σου, ενδεχομένως να το δεις αλλιώς, να καταλάβεις άλλα πράγματα.
Η εμμονική προσήλωση στην αρχική ανάγνωση ίσως να αδικεί και τον αναγνώστη, και τον συγγραφέα, αλλά ακόμα και την ίδια την ιστορία.  Σε κάθε περίπτωση, οι εμμονές αδικούν τους πάντες.
Οι διαφορετικές φωνές κι εννοώ ακόμα και τις μη προβλέψιμες, είναι απαραίτητες, ακόμα κι αν νομίζεις ότι ακούς μπούρδες, ίσως να μοιάζουν με μπούρδες επειδή ο αφηγητής δεν έχει τον τρόπο να διηγηθεί την ιστορία διαφορετικά, αν αφαιρέσεις είτε το γλωσσικό λούστρο του «επαΐοντα», είτε την χοντροκοπιά του «άσχετου», να μπορεί να προκύψει μέσα από τον πυρήνα της αφήγησης μια νέα ιδέα. Ο δρόμος για να φτάσεις εκεί που θες, ίσως να πηγαίνει και μέσα από μονοπάτια που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζες, ή που δεν ήθελες να διαβείς. Το καταλαβαίνεις όσο μεγαλώνεις και κρίμα για εκείνους που δεν το βλέπουν.
Καλό είναι μια ιστορία να αναγιγνώσκεται κάθε φορά και με άλλα «γυαλιά», γιατί όχι και με άλλα μυαλά αν είναι δυνατόν…

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Always on the Run!


Ήταν το 2015, πολλά χρόνια πριν…
Καθόμουν στο γραφείο μου και διάβαζα με αγωνία τις ειδήσεις, κάποιοι πολιτικοί της εποχής, αλλά και κόσμος πολύς βεβαίως, μιλούσαν για  ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα, θυμάμαι μάλιστα ότι η χώρα ήταν ένα βήμα πριν την χρεοκοπία. Εκείνη την ημέρα διάβαζα στα νέα για το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας της χώρας κι ότι υπήρχε πιθανότητα να μην μπορέσει να ανταπεξέλθει των οικονομικών της υποχρεώσεων.
Είχα εντελώς χαθεί μέσα στις σκέψεις μου, μια ανησυχητική ησυχία στο γραφείο.
Ξαφνικά, ένας αλλόκοτος, εκκωφαντικός θόρυβος έσκισε τον αέρα πάνω από το κτήριο στο οποίο βρισκόμουν. Άφησα πίσω μου την είδηση για την ανθρωπιστική κρίση στην χώρα, έστρεψα το βλέμμα προς τα έξω και κοιτώντας ανάμεσα από τα στόρια του παραθύρου, διέκρινα ένα μαχητικό αεροσκάφος να πετά από πάνω μου, αφήνοντας στην πορεία του μια λευκή πηχτή δέσμη καπνού!
Στην αρχή ανησύχησα. Γιατί άραγε ένα πολεμικό αεροσκάφος να πετά τόσο χαμηλά πάνω από την πόλη, μέρα μεσημέρι;  Μήπως ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα και η χώρα ήταν σε πόλεμο; Μήπως οι εχθροί μας εκμεταλλευόμενοι την αδύναμη θέση μας, εισέβαλαν στην χώρα για να την καταλάβουν; Κι αν ήταν έτσι, εμείς που βιώναμε μια ανθρωπιστική κρίση για την οποία οι Κυβερνήσεις μας μάχονταν σθεναρά και με αυταπάρνηση για να την ανατρέψουν, με ποιες οικονομικές δυνάμεις θα μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε τον πόλεμο και να αναχαιτίσουμε τον εχθρό; Ωιμέ! Θα πηγαίναμε σαν το σκυλί στο αμπέλι!
Μαύρες σκέψεις έσκισαν το κεφάλι μου, ώσπου παρατηρώντας λίγο καλύτερα τα πολεμικά αεροσκάφη τα οποία πετούσαν με εκκωφαντικό θόρυβο πάνω από το κεφάλι μου, διέκρινα το σήμα της γαλανόλευκης! Μια αγαλλίαση κατέκλεισε τα μέσα μου. Ακόμα κι αν ο εχθρός είναι προ των πυλών σκέφτηκα, εμείς παρότι έχουμε ανθρωπιστική κρίση, έχουμε προφανώς την οικονομική δυνατότητα να σηκώνουμε ψηλά τα πολεμικά μας αεροσκάφη και να αναχαιτίσουμε τον εισβολέα!
Πριν όμως ολοκληρώσει η σκέψη μου την πορεία της, συνειδητοποίησα ότι ναι μεν ήταν το έτος 2015 και ναι μεν είχαμε και ανθρωπιστική κρίση και είχαμε και αριστερή κυβέρνηση κι από πάνω, αλλά ήταν και Μάρτιος, λίγο πριν τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου!
Ήρθε η ψυχή μου στα ίσια της! Δεν ήταν λοιπόν η αναχαίτιση του εχθρού, όοοοοοοχι, δεν ήταν αυτό, ήταν οι πρόβες για τον εορτασμό της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου! Ουφ!
Χαλάλι είπα μέσα μου! Εμείς μπορεί να έχουμε ανθρωπιστική κρίση και να χρωστάμε ακόμα και της Μιχαλούς, αλλά λεφτά για στρατιωτικές πρόβες και παρελάσεις έχουμε, έχουμε και για φιέστες με φουστανελοφόρους, πάνω από όλα η αξιοπρέπεια και η υπερηφάνεια του Έθνους και μακάρι έτσι και το 2016 και το 2017 και το 2018 σκέφτηκα, αλλά και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν!
…και τα χρόνια πέρασαν και τώρα στα γεράματά μου προσπαθώ να σηκώσω το βλέμμα ψηλά στον ουρανό για να δω τα πολεμικά μας αεροσκάφη να κάνουν πρόβες για να νιώσω εθνική ανάταση, αλλά ενώ είμαι υγιέστατος ο γέρος, αισθάνομαι ένα ανεξήγητο βάρος στον αυχένα μου που με εμποδίζει να σηκώσω το κεφάλι ψηλά και με αναγκάζει να περπατώ σκυφτός και με τα μάτια χαμηλά στη γη…
…παραδόξως, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τρέχω, όσο γίνεται πιο μακριά…

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Wir haben hier ein Problem




Διαβάζω για τους βάρβαρους Γερμανούς, για τους τεμπέληδες Έλληνες, για τους χαζοχαρούμενους Αμερικανούς, για τους αγενείς Γάλλους, για τους τσιγγούνηδες Ολλανδούς κι άλλα τέτοια και μάλιστα από σοβαρούς κατά τα άλλα ανθρώπους και κουνάω το κεφάλι.
Σήμερα στο μετρό άκουσα και το στερεότυπο για τα αδέρφια μας τους Σέρβους...

Νομίζω ότι το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, θα παραμείνει όραμα.
Στην Ευρώπη και μέχρι πριν από κάποιες δεκαετίες σκοτωνόμασταν μεταξύ μας, κάποια στιγμή τα βρήκαμε, κάναμε μιαν οικονομική κολλεγιά, φτιάξαμε κι ένα κοινό νόμισμα αντίβαρο του δολαρίου, αρχίσαμε να μιλάμε με ωραίες εκφράσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά παράλληλα και πίσω από τα αόρατα πλέον σύνορα, ο καθένας κρατάει για λογαριασμό του την δική του εκδοχή για τα ιστορικά γεγονότα, μένει ταμπουρωμένος πίσω από εθνοτικές ιδεοληψίες και στερεότυπα και βλέπει τον γείτονά του με μισό μάτι.

Πριν χρόνια διάβασα το συλλογικό έργο, «Οι Ευρωπαίοι», το οποίο είχαν επιμεληθεί οι Αρβελέρ κι ο Maurice Aymard, το οποίο αναζητούσε την έννοια της Ευρώπης, όχι μέσα στην ύπαρξη των κρατών-εθνών, αλλά βαθιά μέσα στην ψυχή των ίδιων των Ευρωπαίων, σε έναν χώρο ο οποίος απέκτησε υπόσταση από την ορθολογισμό της αρχαίας ελληνικής διανόησης, τη ρωμαϊκή νομοθετική συγκρότηση και την πνευματικότητα η οποία προέκυψε μέσα από τον χριστιανισμό.
Όλα καλά ως εδώ, μετά από χρόνια όμως κατάλαβα ότι όλα αυτά τα οποία θεωρητικά ή και πρακτικά ενώνουν τους Ευρωπαίους είναι λίγα μπροστά σε έναν παράγοντα ο οποίος μάλλον έχει υποεκτιμηθεί. Ο παράγοντας αυτός είναι η γλώσσα.

Στην Ευρώπη οι ζωντανές ομιλούσες γλώσσες είναι δεκάδες, σχεδόν κάθε κράτος μιλά και από τουλάχιστον μία δική του.
Η γλώσσα όμως μάθαμε από το σχολείο ότι αντανακλά την ψυχή ενός λαού κι όταν δεν μπορείς να καταλάβεις τη γλώσσα του άλλου, δεν μπορείς να καταλάβεις και την ψυχή του, αν όμως δεν καταλάβεις την ψυχή του δεν θα μπορέσεις και να συνεννοηθείς.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να συννενοηθούμε μεταξύ μας είναι τα αγγλικά, μια γλώσσα ξένη για τους περισσότερους. Όσο καλά κι αν γνωρίζεις τα αγγλικά, βάλε έναν Έλληνα να μιλήσει σε αυτή τη γλώσσα και να συνεννοηθεί με έναν Γερμανό, έναν Πορτογάλλο με έναν Λετονό, έναν Φινλανδό με έναν Ιταλό, έναν Σλοβένο με έναν Ολλανδό και πάει λέγοντας. Ουδείς έχει τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα, αλλά και πέρα από αυτό, θα μιλήσουν τα ψυχρά αγγλικά της διεκπεραίωσης κι όχι τη γλώσσα  της ψυχής.

Χαμένοι στην κάθε λογής μετάφραση.
Θα ακούμε τα σκληρά σύμφωνα των γερμανικών και δήθεν θα ανατριχιάζουμε από τη σκληρότητα της γλώσσας αυτής η οποία αντανακλά την γερμανική ψυχή, δεν θα είμαστε όμως σε θέση να διαβάσουμε την ποίηση στην «Ντροπή της Ευρώπης» του Γκύντερ Γκρας, από το πρωτότυπο.

Αν δεν γίνει προσπάθεια από τους Ευρωπαίους να μάθει ο ένας τη γλώσσα του άλλου, τότε θα είμαστε πάντα χαμένοι στις μεταφράσεις και στα στερεότυπα τα οποία έχουν ριζώσει μέσα μας.
Δεν αρκούν πλέον τα αγγλικά, έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Αν είναι κάτι το οποίο συμβουλεύω τα νεότερα παιδιά είναι να μάθουν όσο γίνεται πιο καλά, όσες πιο πολλές γλώσσες μπορούν, ας μην σπουδάσουν κάτι άλλο, ας μην κάνουν οτιδήποτε άλλο, μπορούν όμως να μάθουν να μιλούν πολύ καλά από δέκα γλώσσες ο καθένας;

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, τότε είναι που θα πέσουν τα τείχη, τότε και μόνο τότε η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης θα γίνει πραγματικότητα κι όχι μέσα από την ευλαβική τήρηση οικονομικών κριτηρίων, μόνο όταν μιλήσεις τη γλώσσα του άλλου, όταν διαβάσεις την ποίηση και την λογοτεχνία του, τα πνευματικά του έργα, τότε θα καταλάβεις την ψυχή του και θα μπορέσεις να συννενοηθείς, αλλιώς… 

Wir haben hier ein Problem!

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η Βάφτιση

 


Ιστορίες σαν την παρακάτω νομίζω ότι πάνω κάτω τις έχουμε ακούσει ή ζήσει όλοι στην Ελλάδα. Τριάντα τόσα χρόνια πριν, μια γνωστή μου οικογένεια έκαναν ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Έξι μήνες μετά, αποφάσισαν και να το βαφτίσουν. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Παρένθεση: Η παράδοση λέει ότι τα εγγόνια παίρνουν τα ονόματα των παππούδων. Αν κατάγεσαι εκτός Πελοποννήσου κι εφόσον υπάρχει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, το μεν αγόρι συνήθως παίρνει το όνομα του πατέρα του πατέρα του και το δε κορίτσι το όνομα της μητέρας της μητέρας του. Αυτά εκτός Πελοποννήσου συνήθως, καθώς στην Πελοπόννησο, τόσο το αγόρι (πες το κι απλά «το παιδί»!), όσο και το κορίτσι παίρνουν τα ονόματα τους σχεδόν αποκλειστικά από τους παππούδες από το σόι του πατέρα, κι αν υπάρχει κι άλλο κορίτσι ή και αγόρι τότε το σκεφτόμαστε ως Πελοποννήσιοι κι αν έχουμε τις καλές μας, κάτι μπορεί να πάρει κι από το σόι της μάνας. Αυτά στην Πελοπόννησο, την λεβέντισσα και την καραμπουζουκλού.  

Επιστροφή τώρα στην ιστορία μας. Στους έξι μήνες λοιπόν όλα ήταν έτοιμα για την βάφτιση.
Το κορίτσι σύμφωνα με τη επιθυμία της μητέρα του θα έπαιρνε το όνομα της μητέρας της τελευταίας, της γιαγιάς δηλαδή που την έλεγαν Καλλιόπη, η μάνα δεν ήταν από την Πελοπόννησο, αλλά από την Κοζάνη και τα είχε αλλιώς στο μυαλό της, ο δε πατέρας πίστευε ότι το όνομα του κοριτσιού θα ήταν Παναγιώτα, το όνομα της δικής του μητέρας δηλαδή, ως γνήσιος Πελοποννήσιος έπρεπε να κρατήσει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του Μωρέως.
Υπήρχε όμως και μια νονά, αυτή ήταν από την Άνδρο. Η Ανδριώτισσα νονά προφανώς είχε πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο της - λένε ότι οι Ανδριώτισσες είναι καπετάνισσες στο σπίτι και μύγα δεν σηκώνουν στο σπαθί τους - ουδείς της είχε πει ότι οι νονάδες είναι συνήθως διακοσμητικές κι ότι αυτό που οφείλουν να κάνουν είναι να αναλάβουν μερικά έξοδα και να λαδώσουν το παιδί.
Η νονά επειδή όπως είπαμε είχε πιστέψει ότι ο ρόλος της περιλάμβανε πολύ περισσότερα από το να πληρώσει τις μπομπονιέρες, θεώρησε ότι το Παναγιώτα και το Καλλιόπη δεν ήταν εύηχα ονόματα και ότι το παιδί θα έπρεπε να πάρει το δικό της αρχοντικό όνομα - άλλωστε αυτός δεν είναι και ο ρόλος της αναδόχου; - το οποίο ήταν Αλεξάνδρα.
Πριν την βάφτιση, η νονά - όπως προβλέπεται - είχε πιάσει τον παπά, όχι από τα γένια, αλλά στο πίτσι πίτσι - για την ιστορία να αναφέρω ότι ήταν και συγγενής της - και του είχε δηλώσει ότι το όνομα του παιδιού θα ήταν Αλεξάνδρα, αναφέροντάς του ότι με αυτό ήταν σύμφωνοι και οι γονείς, άσχετα όμως που οι γονείς, ο καθένας για το δικό του λόγο, θεωρούσαν ως δεδομένο ότι το παιδί θα ονομαζόταν Καλλιόπη (πεποίθηση μάνας) ή Παναγιώτα (πεποίθηση πατέρα).
Όλα αυτά ακούγονται κάπως σουρεαλιστικά, καθώς το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι: μα καλά όλοι αυτοί δεν είχαν συνεννοηθεί από πριν για το όνομα του παιδιού; Η απάντηση είναι, όχι, φυσικά και όχι, μερικά πράγματα τα οποία για κάποιους φαίνονται λογικά για κάποιους άλλους δεν είναι, μια παραδοσιακή βάφτιση στην Ελλάδα θα έκαναν οι άνθρωποι, τι ποιο λογικό να μην συνεννοηθούν; άλλωστε για έξι μήνες και πριν την βάφτιση, το πρακτικό ζήτημα της ονομασίας του παιδιού είχε λυθεί, καθώς το κοριτσάκι, ως είθισται στα μέρη μας, το αποκαλούσαν «μπέμπα».
Στο παρασκήνιο βέβαια, όλοι είχαν πιάσει τον παπά - είπαμε όχι από τα γένια - και του είχαν πει ποιο ακριβώς όνομα θα έδιναν στο παιδί, αλλά όπως είπαμε, η νονά ήταν εκείνη που είχε το μεγάλο βύσμα, καθώς ο παπάς ήταν συγγενής της.

Στο μυστήριο όλοι ήταν χαρούμενοι, έτσι γίνεται πάντα. Το μωρό βέλαξε – ως είθισται – όταν το βούτηξε ο παπάς μέσα στην κολυμπήθρα με τα λάδια και τα νερά, ο οποίος με τη στεντόρεια φωνή του ονομάτισε το παιδί Αλεξάνδρα, το όνομα δηλαδή της νονάς!
Σιωπή στην αρχή. Όλοι πίστεψαν ότι έγινε κάποιο λάθος, η μητέρα διόρθωσε ευγενικά τον παπά ότι το παιδί λέγεται Καλλιόπη, ενώ ο πατέρας φώναξε ότι το παιδί λέγεται Παναγιώτα, η δε νονά αντέκρουσε ότι πολύ σωστά το παιδί ονοματίστηκε Αλεξάνδρα, ενώ από πίσω οι συμπεθέρες, η γιαγιά Καλλιόπη και η γιαγιά Παναγιώτα αντάλλασσαν δολοφονικές ματιές, και στη συνέχεια όλοι μαζί όρμησαν στον παπά, ο οποίος αναψοκοκκινισμένος βουτούσε το παιδί μέσα στην κολυμπήθρα για να κατευνάσει τα πνεύματα και να προσδώσει στον μυστήριο την αρμόζουσα θρησκευτικότητα.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα είχαν ξεφύγει, η μόνη ατάραχη ήταν η νονά η οποία είχε κάνει το κομμάτι της, γράφοντας στις σόλες των δεδεκάποντων γοβών της τις επιθυμίες των γονιών, οι γονείς τσακώνονταν μεταξύ τους, ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλον για την προβληματική συνεννόηση, την ονοματοδοσία της «μπέμπας», αλλά και για την επιλογή νονάς, τα σόγια άρχισαν να φωνάζουν και να σκληρίζουν ότι αυτά είναι ανήκουστα πράγματα κι ότι η μπέμπα μας έπρεπε να πάρει το τιμημένο όνομα της γιαγιάς Παναγιώτας οι μεν, ή της γιαγιάς Καλλιόπης οι δε! Το δε σόι του πατέρα κατηγορούσε την μάνα ότι τα έκανε πλακάκια με την νονά για να μην δοθεί το μπανάλ «Παναγιώτα» ως όνομα στο παιδί, το δε σόι της μάνας κατηγορούσε το σόι του πατέρα, έτσι γενικά κι αόριστα, έτσι άλλωστε είναι και το πρέπον σε ένα ελληνικό καυγά μεταξύ σογιών, η νονά άρχισε να θορυβείται και να ζητά την βοήθεια του Θεού και του παπά, ο δε παπάς, ο οποίος είχε προφανώς λερωμένη τη φωλιά του, προσπαθούσε να φέρει το μυστήριο σε τάξη, αλλά εις μάτην, η Κοζανίτισσα μάνα άρπαζε το λαδωμένο γυμνό παιδάκι μέσα από τα χέρια του παπά κι άρχιζε να βγαίνει από την εκκλησία φωνάζοντας: «Καλλιοπίτσα μουυυυυυυ, κανείς δεν θα σε πάρει από τα χέρια της μανούλας» - ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και η Καλλιοπίτσα δεν πούντιασε, απλά βαλάντωσε στο κλάμα, ο πατέρας από πίσω φώναζε «που την πας την Γιωτούλα μουυυυυ (από το Παναγιωτούλα!), η δε Ανδριώτισσα νονά διόρθωνε το μακιγιάζ της και ατάραχη έφευγε από την εκκλησία, ο δε παπάς φώναζε την νεωκόρα να μαζέψει γρήγορα τα νερά και τα λάδια γιατί περίμενε η επόμενη βάφτιση κι έτσι το «μυστήριο» τελείωσε άδοξα, πάνε κι οι μπομπονιέρες, πάει και το γλέντι.

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ την κοπέλα αυτή την είχα γνωρίσει ως Πόπη (από το Καλλιόπη), δεν ήταν όμως λίγες οι φορές που γυρνούσε και στο Γιώτα (από Παναγιώτα), ενώ πολύ αργότερα σε κάποιο επίσημο έγγραφο που έτυχε να πέσει στα χέρια μου παρατήρησα ότι το πραγματικό της όνομα ήταν Αλεξάνδρα.
Η Αλεξάνδρα λοιπόν και μέχρι να βγάλει το Γυμνάσιο ήταν, είτε Γιώτα, είτε Πόπη, κάποιες φορές γύριζε και στο «μπέμπα» κοτζάμ γαϊδάρα, το κορίτσι κάποια στιγμή τα φόρτωσε στο κρανίο και μόλις ενηλικιώθηκε αποφάσισε ότι επιθυμεί να την αποκαλούν Αλεξάνδρα. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς ο κατά δέκα χρόνια μικρότερος αδερφός της για να σπάσει πλάκα μαζί της την αποκαλούσε Αλε-Πο-Γιώτα (από Αλεξάνδρα, Πόπη και Γιώτα), με αποτέλεσμα το Αλεπογιώτα να υιοθετηθεί και από φίλους και γνωστούς, αφού το μικρό αδερφάκι ήταν τόσο χαριτωμένο το σκασμένο και τα έλεγε τόσο γουστόζικα, ενώ παράλληλα, το κορίτσι άλλοτε ήταν Γιώτα, για το σόι του πατέρα, άλλοτε Πόπη για το σόι της μάνας, άλλοτε Αλεξάνδρα γιατί έτσι γούσταρε η ίδια, κι άλλοτε Αλεπογιώτα γιατί έτσι της έμεινε περιπαικτικά.

Η κοπέλα αυτή είναι μάλλον ένα είδωλο στον καθρέφτη στον οποίο κοιτάζεται η ελληνική κοινωνία. Άλλα λέει, άλλα κάνει, άλλα εννοεί, αλλιώς τα ονοματίζει, όμως η ουσία είναι η ίδια. Όσα ονόματα κι αν προστεθούν στην κοπέλα αυτή, επισήμως θα είναι η Αλεξάνδρα, αυτό δεν αλλάζει, μπορεί οι γύρω της να την φωνάζουν όπως θέλουν, μπορεί κι εκείνη να αυτοαποκαλείται όπως θέλει, πάντοτε όμως θα είναι η Αλεξάνδρα και πάντα είτε ως Πόπη, είτε ως Γιώτα, είτε ως Αλεπογιώτα, είτε ως μπέμπα, θα μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο με τα ίδια χαρακτηριστικά και ζωή.

Στην Ελλάδα, έχουμε μάθει να καμουφλάρουμε τις αλήθειες για να μπορούμε να τις δεχόμαστε ως ψέματα, έχουμε λουστράρει τα ψέματα για να τα χωνεύουμε ως αλήθειες, στην Ελλάδα ζούμε το δικό μας μύθο, όπως τον ζουν τα σόγια της Αλεξάνδρας, η νονά της, αλλά και η ίδια και μπορεί να ονοματίζεις κάτι με χίλιους δύο τρόπους, η ουσία όμως να παραμένει η ίδια.

Σημασία όμως έχει η ονοματοδοσία, ή μήπως η ουσία;