Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Μισοί αποχαιρετισμοί



Λίγο πριν κλείσω τον υπολογιστή ήρθε το email ενός συναδέλφου ο οποίος ανακοίνωνε και ηλεκτρονικώς πλέον, την αποχώρησή του. Το email ήταν αυτό που λέμε σεμνό και ταπεινό, formal, ήταν απαλλαγμένο από συναισθηματικές φορτίσεις, απλά ευχαριστούσε για την μέχρι σήμερα (έστω χτες) συνεργασία μας.
Με φιλικούς χαιρερισμούς. Όνομα.Τέλος. Αυτός αποχωρούσε πραγματικά.

Όλα αυτά τα χρόνια έχω λάβει διάφορα farewell emails κι από αυτά τα περισσότερα έχουν μια συναισθηματική φόρτιση. Ο αποχωρήσας, όχι μόνο ευχαριστεί τον κόσμο με τον οποίο συνεργάστηκε, αλλά συνήθως δηλώνει και την στεναγχώρια του για την αποχώρηση, σε μερικές δε περιπτώσεις έχω διαισθανθεί μέχρι και συναισθήματα συντριβής! Άλλοι πάλι δηλώνουν πόσο τυχεροί στάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στην εταιρεία και άλλοι για το πόσα πολλά έμαθαν, πόσες πολύτιμες εμπειρίες και φιλίες απέκτησαν (που μπορεί να είναι κι έτσι), μιλούν για ένα υπέροχο ταξίδι κι ότι πραγματικά πιστεύουν, μα τι λέω! επιθυμούν και θα επιδίωκαν κι από πάνω και μια εκ νέου συνεργασία με τα ίδια πρόσωπα σε κάποια άλλη συγκυρία στο μέλλον. 
Μα αν ήταν τόσο ωραία τα πράγματα κι αγαπηθήκαμε όλοι τόσο πολύ, γιατί καλέ μου άνθρωπε να φύγεις και να αποχωριστούμε; Κάτσε εδώ που είσαι να χαιρόμαστε εμείς εσένα κι εσύ εμάς και να μην στεναγχωριέσαι!
Ως παλιά καραβάνα στους γκρίζους εργασιακούς χώρους ξέρω ότι αν μπορούσε ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου θα το έκανε....κι όχι απλά θα το έκανε αλλά και το έχει κάνει μεταφορικά. Τρικλοποδιές, ίντριγκες, βυζαντινισμοί κι ένα σωρό άλλα παρόμοια έχουν βρει πεδίο δράσης λαμπρό στους εργασιακούς χώρους και δη τους ανταγωνιστικούς.
Το πιο ενδιαφέρον στα emails αποχαιρετισμού είναι η αποθησαύριση ρίσεων μεγάλων αντρών ή και γυναικών και δη λογοτεχνών, οι οποίες συνήθως ταιριάζουν και γάντι με τα γραφόμενα ώστε να υπερτονίσουν το νόημα της συνέχειας και της αλλαγής, ως τις βαθύτερες ανάγκες οι οποίες ωθούν τον εργαζόμενο να αποχωρήσει, αλλά και για να αφήσουν ενίοτε και αιχμές για τα όσα τους πίκραναν και τους πόνεσαν. 
Η δεξαμενή ρίσεων μεγάλων αντρών προς χρήση σε τέτοια emails είναι πραγματικά ανεξάντλητη και η επιλογή τους χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα του συντάκτη του μηνύματος. Έχω διαβάσει από Κοέλιο (αυτό με το σύμπαν παίζει στανταράκι) μέχρι και Γκαίτε, Καζαντζάκη, Καμύ (!), Τσώρτσιλ, κάποιους συγγραφείς που ίσως να τους ξέρουν κάποιοι, μπορεί και η μάνα τους, εγώ πάντως τους αγνοώ, παροιμίες και δη κινέζικες, οι ελληνικές δεν είναι πιασιάρικες για email, εδώ μιλάμε για corporate πράγματα, τι να μας πει η ελληνική ραχούλα και εσχάτως διάβασα και ένα απόσπασμα από ποίημα της Δημουλά. Ομολογώ δεν το κατάλαβα με τόση λεκτική κατασκευή, αλλά δεν ήταν αυτό και το ζητούμενο. 
Βέβαια, το καλύτερο ως τώρα μήνυμα αποχαιρετισμού το είχα διαβάσει από πρώην συνάδελφο ο οποίος έκρινε σκόπιμο να μεταφράσει αυτούσιο από τα αγγλικά στα ελληνικά ένα υπόδειγμα αποχαιρετισμού από εκείνα που μπορείς πολύ εύκολα να αλιεύσεις από το ίντερνετ. Πόσο  ντροπιαστικό όμως ήταν όταν κάποιος άλλος άσπονδος συνάδελφλός του το ανακάλυψε και προώθησε το ελληνικό κείμενο μαζί με το αγγλικό, τονίζοντας παράλληλα και τα συντακτικά λάθη!

Είναι γεγονός ότι τα πιο πολλά από αυτά τα emails της τελευταίας μέρας φέρουν μια συναισθηματική φόρτιση η οποία είναι τόσο μεγάλη όσα και τα χρόνια που έχει ο εργαζόμενος στην ίδια εταιρεία. Συνήθως εκείνοι οι οποίοι φεύγουν μετά από βραχύ χρονικό διάστημα παραμονής στον εργοδότη τους δεν έχουν αποκτήσει το λεγόμενο bonding με την εταιρεία και τους ανθρώπους της, οπότε γλυτώνουν κι εκείνοι το ψάξιμο στο ίντερνετ για φρέσκα τσιτάτα, αλλά και οι υπόλοιποι από την ανάγνωση μάλλον αμήχανων μηνυμάτων. 

Οι αποχαιρετισμοί όμως θέλουν κι αυτοί μια μαεστρία. Όσο τους παρατηρείς, τόσο περισσότερο νιώθεις ότι αυτός που αποχαιρετά, δεν χαιρετά ακριβώς τους άλλους επειδή ο ίδιος αποχωρεί, αλλά πιο πολύ χαιρετά κάτι που ο ίδιος αφήνει πίσω του, ίσως και κάτι από τον ίδιο. Μια αποχώρηση μισή.

Φέτος το καλοκαίρι είδα ένα νέο ζευγάρι να αποχαιρετά το νησί κουνώντας τα χέρια ψηλά καθώς το καράβι ξεμάκραινε από το λιμάνι. Έτυχε να ακούσω να γκρινιάζουν για την πολυκοσμία, για τις ακριβές τιμές, για το κακό σέρβις, για την απαράδεκτη πλέον πρακτική να κάνεις κράτηση ακόμα και την ξαπλώστρα στην παραλία και τόσα άλλα, μάλλον φαίνονταν ότι δεν είχαν και τόσο πολυχαρεί τις διακοπές τους.
Μόλις όμως το καράβι ξεμάκραινε, η μελαγχολία είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους καθώς κοιτούσαν πίσω και ήταν σαν να διάβασα στα μάτια τους ένα email αποχαιρετισμού της τελευταίας μέρας, ευχαριστίες, συναισθηματικά φορτία, κάτι αδιόρατα ασαφές ανάμεσα στην στεναγχώρια και στην ανακούφηση, στη νοσταλγία, στην χαρά και στην πίκρα, δεν ήξερα αν όλα αυτά είχαν προέλθει από την διάψευση ελπίδων για τις διακοπές τους στις οποίες είχαν επενδύσει για λίγο περισσότερη ξεγνοισιά από εκείνη που βρήκαν, ή από το άγχος της επιστροφής κι ένιωσα τότε ότι μάλλον δεν αποχαιρετούσαν το νησί επειδή εκείνοι έφευγαν, αλλά περισσότερο χαιρετούσαν τις στιγμές που άφηναν πίσω τους, κάτι από εκείνους. Μια αποχώρηση μισή. 

Έμεινα στην κουπαστή και κοιτούσα το νησί απέναντι κι ένα Blue Star να μας προσπερνά. Δεν ήθελα να αποχαιρετήσω ούτε το νησί ούτε και τους ανθρώπους που άφηνα πίσω. Ουδέποτε συμπάθησα τους αποχαιρετισμούς, μοιάζουν με θάνατο, τους αποφεύγω, στην πραγματικότητα δεν αποχαιρέτησα ούτε καν εκείνους που χάθηκαν οριστικά από τη ζωή μου, ούτε όταν έφευγα εγώ από κάτι, ίσως να πιστεύω ότι οι αποχαιρετισμοί είναι μάλλον ανούσιοι, δεν χάνεσαι με κανέναν αν δεν το θες πραγματικά, δεν αποχαιρετάς κανένα μέρος που δεν θες να ξαναδείς. 

Το νησί θα παραμένει εκεί και μετά από εμάς τους ταξιδιώτες και ίσως κάτι που αφήσαμε πίσω μας, το ίδιο και οι συνάδελφοι, οι άνθρωποι με τους οποίους πορευόμαστε στη ζωή, είτε ως φυσική παρουσία είτε ως ανάμνηση, οι στιγμές μόνο αλλάζουν, επαναπροσδιορίζονται, άλλωστε o πραγματικός κι οριστικός αποχαιρετισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χαιρετισμός τη στιγμή που εμείς φεύγουμε κι όχι ο χαιρετισμός της στιγμής που ξεμακραίνει...

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Βερσιόν


 
 
 
Περπατούσα σε κάποια εμπορική γειτονιά τις προάλλες, από πίσω άρχισα να ακούω κάποιο επίμονο παιδικό ξεφωνητό κι έναν κύριο να προσπαθεί να κατευνάσει το παιδάκι που συνέχιζε να στριγγλίζει όλο και πιο δυνατά.
Ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι το παιδάκι απαιτούσε κάτι συγκεκριμένο από τον πατέρα του με εκείνο τον επίμονο και αρκετά ενοχλητικό τρόπο που απαιτούν τα παιδιά από τους μεγάλους, λες κι όλος ο κόσμος τους ανήκει, λες κι έγινε για αυτά, λες κι όλα είναι δεδομένα στην δική τους περίπτωση. Προφανώς δεν φταίνε αυτά, έτσι έμαθαν, έτσι διαπαιδαγωγούνται σκέφτηκα, αλλά επειδή δεν υπάρχει εκείνο το ρημάδι το manual του τέλειου γονιού  που το εφαρμόζεις πιστά και βγάζεις τα τέλεια παιδιά, αυτά θα συνεχίζουν να απαιτούν κι εκείνοι οι έρμοι (Έλληνες) γονείς θα νομίζουν ότι δίνουν όλο και λιγότερα με αποτέλεσμα να δίνουν όλο και περισσότερα, που στην ουσία είναι λίγα και περιττά. Ψιλά γράμματα.
Το πρώτο που σκέφτεσαι ακούγοντας ένα παιδί να τσιρίζει απαιτώντας, είναι είτε τον Ηρώδη, είτε τον ανίκανο γονιό (που είναι και πιο βολικό άλλωστε), έχεις συνηθίσει σε υπεραπλουστεύσεις και σε γενικότητες, βοηθά και η εποχή και η πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι η αλήθεια.
Κι όλες αυτές οι σκέψεις από μια παιδική τσιρίδα κι από τον οίκτο που μου δημιουργούσε η στάση του πατέρα να κατευνάσει το παιδί και να μην γίνει ρεζίλι, ώσπου κάποια στιγμή κι ενώ περίμενες να ακούσεις το μικρό να ζητάει το τελευταίο i-phone, κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι τέλος πάντων, ή έστω κάποια λιχουδιά που δεν έπρεπε να φάει, μένεις αποσβολωμένος όταν το ακούς να ουρλιάζει επειδή ο πατέρας του αθέτησε την υπόσχεσή του να το πάει στο μουσείο Γκαουντί στην Βαρκελώνη.
Μάλιστα! Τι να πει κι ο δόλιος ο πατέρας και πώς να το συμμαζέψει, ένα αμήχανο χαμόγελο στους γύρω δεν αρκούσε, ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Θα σκεφτόταν ο άνθρωπος ότι το αίτημα για ένα ακόμα παγωτό θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμο, ποιος θα τον αδικούσε εάν έβαζε μια φωνή στο παιδί, ποιος θα τον παρεξηγούσε εάν το έβαζε στο παγκάκι και με αυστηρό ύφος του έλεγε να σωπάσει, αλλά με τον Γκαουντί πως το διαχειρίζεσαι; Είναι τώρα αυτό αίτημα 9χρονου στην Ελλάδα; Από ποιον πλανήτη κατέβηκε αυτό το παιδί; Και τι να πεις στο παιδί;  ότι αθέτησες την υπόσχεσή σου γιατί δεν βρήκες φτηνά αεροπορικά, γιατί τα ξενοδοχεία είναι πανάκριβα κι είχες κι από πάνω να πληρώσεις ΕΦΚΑ, ΕΝΦΙΑ, Εφορία και του διαόλου τα κέρατα; Λέγονται αυτά στον δρόμο όταν οι άλλοι πίνουν το φρέντο καπουτσίνο τους και ενοχλούνται; Κι άντε και τα είπες, τι να καταλάβει το 9χρονο; Πώς να εξηγήσεις τι είναι ο ΕΦΚΑ και τα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι την εποχή που η Ανταρκτική θα συναντηθεί με τον Βόρειο Πόλο; Το παιδί ήθελε να δει τα έργα του Γκαουντί! Πάει και τέλειωσε!
Όσο κι αν όλο αυτό το σκηνικό μου φάνηκε σουρεαλιστικό, όσο κι αν ήθελα να γελάσω με το καπρίτσιο του παιδιού, αλλά και με την αμηχανία του πατέρα, όσο κι αν σκεφτόμουνα την κατάσταση στην Ελλάδα και με τι είδους αγωνίες, δυσκολίες και προβλήματα έχουν να αντιπαρατεθούν οι Ελληνικές οικογένειες, όσο κι αν συνέλαβα τον εαυτό μου να θυμώνει λίγο επειδή ένα οικογενειακό ταξίδι στην Βαρκελώνη για να δεις τα έργα του Γκαουντί μου φάνηκε πολυτέλεια στην Ελλάδα του 2017, αμέσως κούνησα το κεφάλι μου και χάρηκα που υπήρξα μάρτυρας ενός τέτοιου περιστατικού.
Για μένα αυτό ήταν ένα μικρό χαστούκι επειδή με ευκολία μπήκα στη διαδικασία να κρίνω χωρίς να έχω ακούσει, αλλά κυρίως μου φάνηκε μια χαραμάδα ελπίδας, ένα μικρό, αχνό φως κάπου στο βάθος του ερέβους που μας έχει περικυκλώσει.
Σήμερα, άκουσα την επανεκτέλεση μιας πρόσφατης pop επιτυχίας, η πρώτη εκτέλεση δεν μου είχε αρέσει, λάτρεψα όμως την vintage soul εκδοχή της. Κι ενώ ανακατεύονται τα μέσα μου με την νεοελληνική νοοτροπία, χάρηκα πολύ με εκείνη τη νεότερη βερσιόν του Έλληνα, την επανεκτέλεσή του δηλαδή,  που χτυπιέται κατάχαμα στις ρυπαρές και σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων που έχουν καταληφθεί από σκουπιδοτενεκέδες, μηχανές μεγάλου κυβισμού και αυτοκίνητα, γιατί θέλει λέει να δει από κοντά τα έργα του Γκαουντί!
 
…από κάπου θα έρθει η ελπίδα, δεν γίνεται!

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

"Εκτός Ύλης"


 
Arthur C. Clarke: "A politician thinks of the next election. A statesman, of the next generation"
 
 
 

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Το διάσημο μπλε αδιάβροχο




Αν μπορούσα να γράψω ένα τέτοιο γράμμα, κι αν μπορούσα να γράψω και μουσική, κι αν μπορούσα και να το τραγουδήσω κιόλας, έτσι θα το έκανα...ακριβώς έτσι.
Το αγαπημένο μου εδώ και πολλά χρόνια.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Σαν τα μούτρα μας





Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα στο σπίτι ενός γνωστού μου ζευγαριού.
Ο σύζυγος κάπου στα 45, η σύζυγος μια «σε πουλάω κι σε αγοράζω», λίγα χρόνια νεότερη.
Η μάζωξη ήταν οικογενειακή, απλωμένες πιατέλες στον μπουφέ, κρασί, κάπου στο βάθος ένα πιάνο (Yamaha ηλεκτρικό ήταν, όχι εκείνα τα κλασικά με την ουρά), σαν παρτάκι στο Μέγαρο Μαξίμου ας πούμε, ωραία ατμόσφαιρα, δεν τραγουδήσαμε. 
Στην κουζίνα οργασμός. Κάποιες γυναικείες φωνές, βασικά τσιρίδες ήταν, αλλά το εκπαιδευμένο μου αφτί στις γυναικείες φωνές βάζει «κόφτη» στα πολλά ντεσιμπέλ, όπως οι Κυβερνήσεις στις συντάξεις ώστε να κοιμάται ήσυχα μετά.
Κάποια στιγμή, μια χαρωπή κυρία πετάχτηκε από την κουζίνα με μια πιατέλα με ψητό στο χέρι την οποία εναπόθεσε πάνω στο τραπέζι. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μια άλλη κυρία, χαμογελώντας κι αυτή, βγήκε από την κουζίνα. Κι εκείνη με τη σειρά της - ω τι έκπληξη - κρατούσε μια άλλη πιατέλα (με σαλάτα) στα χέρια, την οποία κι αυτή εναπόθεσε ακριβώς δίπλα από την πιατέλα της πρώτης κυρίας. Τις κυρίες δεν τις ήξερα, αλλά γρήγορα έμαθα ότι η μεν πρώτη ήταν η μητέρα της συζύγου, η δε δεύτερη η μητέρα του συζύγου, κοινώς οι πεθερές.

Ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά στη σύζυγο και κατόπιν στην πρώτη κυρία - εκείνη με το ψητό - παρατήρησα μια καταπληκτική ομοιότητα, τόσο στα χαρακτηριστικά, όσο και στους τρόπους, στον τόνο της φωνής, στη συμπεριφορά. Φυσιολογικό, μάνα και κόρη ήταν.
Ρίχνοντας όμως μια ματιά και στην δεύτερη κυρία - εκείνη με τη σαλάτα - διαπίστωσα μια σχεδόν αντίστοιχη ομοιότητα με τη σύζυγο, τόσο στα χαρακτηριστικά, όσο και στη συμπεριφορά. Μα τι έγινε; H «σε πουλάω κι σε αγοράζω» σύζυγος είχε δύο βιολογικές μανάδες; Ή μήπως ισχύει αυτό που λέει ο λαός: «η νύφη που θα γεννηθεί στην πεθερά θα μοιάσει»; 

Το οικογενειακό τραπέζι συμπληρώθηκε με άλλους προσκεκλημένους, αλλά και με τα τέκνα του ζεύγους. Ο γιός μικρός, κάπου στα 5 έπαιζε με το i-pad, δεν μου έκανε εντύπωση, εντύπωση θα μου έκανε να το χειριζόταν με λιγότερη επιδεξιότητα από εκείνη που φαινόταν ότι ήδη είχε. Η κόρη στα 15, έμοιαζε 20, ούτε κι αυτό μου έκανε εντύπωση, εντύπωση μου έκανε που δεν έμοιαζε 25 ήδη.

Πολλές γυναίκες μαζεύτηκαν εδώ, σκέφτηκα. Μετά όμως από λίγα λεπτά, άρχισαν να μοιάζουν αριθμητικά λιγότερες. Προσπαθώντας να καταλάβω αυτό το (σπάνιο) φαινόμενο - συνήθως πολλαπλασιάζονται - διαπίστωσα ότι η σύζυγος, οι δύο πεθερές και η κόρη είχαν μια απίστευτη ομοιότητα σχεδόν σε όλα.
Συγγενείς θα μου πεις. Μα τόσο πια; Και άντε να δεχτώ την ομοιότητα στα χαρακτηριστικά, ομοιότητα όμως και στους τρόπους; Την ομοιότητα των δύο (ελληνίδων) πεθερών στην όψη δεν την σχολιάζω, οι περισσότερες βγαίνουν από το ίδιο καλούπι. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν 4 γυναίκες να φαίνονται σχεδόν σαν μία; 
Μεταξύ τυρού (κεφαλογραβιέρα Κρήτης ήταν) και αχλαδίου (κοντούλες), σκεφτόμουν ότι ακόμα κι αυτή η ομοιότητα στη συμπεριφορά ήταν τελικά φυσιολογική. Η μητέρα της νύφης έμενε στο κάτω διαμέρισμα από το ζευγάρι, η 15χρονη κόρη φυσικά ήταν οικόσιτη και η μάνα του συζύγου λίγα στενά παρακάτω. Μου φάνηκε πολύ ελληνικό και άκρως φυσιολογικό κρίνοντας από τα σεπτά ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας. Η ώσμωση αναμενόμενη.

Αυτό όμως που δεν μου φάνηκε και τόσο φυσιολογικό - αλλά τελικά και τι ορίζεται ως φυσιολογικό - δεν είχε να κάνει με τις τέσσερις γυναίκες καθ΄αυτές αλλά με τον ίδιο σύζυγο.
Ο ίδιος έμοιαζε, πώς να το πω ρε παιδί μου κομψά, μπουνταλάς και βολεψάκιας. Ο τύπος του άντρα που προκειμένου να μην χάσει το ραχάτι του, να μην τον ενοχλεί κουνούπι και να ζει μέσα στην άνεση ενός σπιτιού που κυρίως οι άλλοι φροντίζουν για αυτόν, είναι σε θέση να εκχωρήσει μέρος της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας του σε κάποιους άλλους οι οποίοι μοιάζουν λίγο πιο πρόθυμοι, λίγο πιο πολύ «σε πουλάω κι σε αγοράζω» από αυτόν.
Ποιος λοιπόν ήταν εύκαιρος να αναλάβει περισσότερες ευθύνες από τον σύζυγο, ώστε εκείνος να ζει ευχαριστημένος μέσα στην νιρβάνα του; Μα φυσικά η μάνα του αρχικά, στη συνέχεια η σύζυγος. Αυτές ήξερε (ή τέλος πάντων έμαθε), αυτές εμπιστεύτηκε. Μα θα μου πεις δεν υπήρχαν πεθεροί σε αυτό το σπίτι; Μάλλον όχι, ο ένας έμαθα ότι είχε αποδημήσει εις Κύριον πριν από χρόνια κι είχε γλυτώσει ο άνθρωπος, ο δεύτερος κάπου εκεί βολόδερνε, αλλά για να πω την μαύρη μου αλήθεια, ούτε που τον πρόσεξα, ούτε που τον άκουσα.
Το πάνελ με τον γυναικείο πληθυσμό συμπληρωνόταν με την κόρη του ζεύγους. Αυτή όμως είχε αναλάβει άλλα καθήκοντα και κυρίως την ταχύρυθμη εκπαίδευση του μικρού πεντάχρονου με το i-pad, ούτως ώστε όταν μεγαλώσει να γίνει κι αυτό καθ΄ομoίωση του πατέρα του.

Τελικά, εκείνο το οικογενειακό τραπέζι ήταν κατά βάση μια εκπαιδευτική διαδικασία για μένα. Για την ακρίβεια όχι τόσο εκπαιδευτική, όσο μετεκπαιδευτική, είναι σαν έχεις ήδη πάρει το Bachelor και στη συνέχεια να περνάς μετεκπαίδευση, τόσο για να εμπεδώσεις καλύτερα τις γνώσεις τις οποίες απέκτησες κατά τον πρώτο κύκλο των πανεπιστημιακών σου σπουδών, όσο κυρίως για να τις εμπλουτίσεις. 

Τι έμαθα λοιπόν, ή μάλλον τι εμπέδωσα από εκείνο το τραπέζι; Μα ότι οι επιλογές που κάνουμε είναι βαθιά επηρεασμένες, όχι πάντα, ή όχι μόνο από τις δυνατότητες που μας δίνονται, όσο από μια συνήθως ριζομένη μέσα μας αντίληψη για την πραγματικότητα και την δική μας παρουσία μέσα σε αυτή.

Ο σύζυγος, όταν αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να φτιάξει το σπιτικό του και να αναπαραχθεί, βρήκε μια σύζυγο η οποία έμοιαζε στην μητέρα του, εκείνη με τη σειρά της βρήκε έναν σύζυγο ο οποίος έμοιαζε με τον πατέρα της (ήταν εκείνος που βολόδερνε), οι πεθερές κι από τις δύο πλευρές βρήκαν νύφες και γαμπρούς που τους έμοιαζαν στην συμπεριφορά, γιατί όχι και στην εικόνα, τα δε παιδιά άρχιζαν σταδιακά να μοιάζουν στους γονείς τους και κατ΄ επέκταση και στους παππούδες τους.

Όλο το σχήμα μοιάζει βολικό, ουδείς χρειάζεται να ανακαλύψει νέα πράγματα, δεν χρειάζεται καν να ταξιδέψει σε αχαρτογράφητες περιοχές, να πάρει ρίσκα, να αλλάξει, το παν είναι η ασφαλής οδήγηση και η διαιώνιση του μοντέλου που δουλεύει. Πως το λένε στο ποδόσφαιρο; Ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις!

Ωραίο πρότζεκτ σκέφτηκα, όχι για μένα σίγουρα, αλλά σημασία έχει να είναι ικανοποιημένοι εκείνοι που το επιλέγουν και περνούν καλά μέσα στην πραγματικότητα που οι ίδιοι έχουν φτιάξει. Περί ορέξεως δηλαδή.

Όλα καλά ως εδώ.

Το θέμα είναι όμως ότι με την ίδια λογική επιλέγουμε και τους κατά καιρούς Κυβερνώντες μας.

Μας μοιάζουν απελπιστικά κι αυτό νομίζω ότι δεν είναι και τόσο καλή επιλογή τελικά.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Σκόρπια κι Ανάκατα



Είναι πολύ όμορφα αυτά τα μέρη...
Έχουν συνήθως ποτάμια τα οποία διασχίζουν το αστικό τοπίο, πιο δίπλα μερικά πάρκα... πράσινο...
Έχουν οργάνωση...ωραία η οργάνωση, σε ξεκουράζει...
Έχουν ανθρώπους ο οποίοι θα σου πουν «καλημέρα» στο δρόμο κι ας μην σε ξέρουν...άνθρωποι διαφορετικών ενθοτήτων, χρώματος, θρησκείας...
Θα δεις τα χρώματα...
Στους τόπους αυτούς νομίζεις ότι το Ναι είναι Ναι και το Όχι είναι Όχι... είναι όμορφα τα πράγματα όταν μοιάζουν ξεκάθαρα κι ας μην είναι απαραιτήτως αρεστά
Δεν έχουν πολύ ήλιο...εμένα όμως ο ήλιος με κουράζει...
Εδώ κάνει κρύο από νωρίς, μου αρέσει...
Πριν βραδιάσει συνήθως όλα νεκρώνουν, ίσως οι πρωινές «καλημέρες» να μην μετατρέπονται σε «καληνύχτες»... κάπου κάποιοι χάνονται πίσω από μικρά παράθυρα...
Έχουν πολλούς ηλικιωμένους, που πήγαν άραγε οι νέοι σε αυτά τα μέρη... κι εγώ γερνάω... δεν βλέπω νέους, δυο-τρεις πάνε με ηλεκτρικό πατίνι στη δουλειά... κοστούμι και αθλητικά...
Έχουν χρήμα, πολύ χρήμα, έχουν ακριβά αυτοκίνητα και φτηνά ρούχα...
Προγραμματίζουν από νωρίς διακοπές στη Μαγιόρκα...
Στο τρένο δεν μιλούν... άλλωστε υπάρχει και το σχετικό σήμα απαγόρευσης... κάποιοι Νότιοι το παραβιάζουν...
Προχτές μέσα στο τρένο είχε κολλήσει στο σακάκι ενός ηλικιωμένου μια πάνα μωρού... σηκώθηκα και τον ενημέρωσα διακριτικά... μάλλον δεν έπρεπε... ο ελεγκτής μου έδειξε το δάχτυλο... ήταν ο δείκτης, ευτυχώς...
Στις Δημόσιες Υπηρεσίες δεν ακούγεται κιχ, περιμένεις καρτερικά τη σειρά σου σε αναπαυτικά καθίσματα, έχεις μάθει αλλιώς και χαίρεσαι... δεν θα εξυπηρετηθείς... ο υπάλληλος απλά κλέβει μια θέση εργασίας από ένα ρομπότ...
Μιλούν πολλές γλώσσες, κυρίως όμως την κωδικοποιημένη και την αυτόματη... δεν θα καταλάβεις
Το σύστημα είναι κατασκευασμένο να μην μιλά, απλά να σε καθοδηγεί αυτοματοποοιημένα μέσω οθονών...

Στην Ελλάδα προσπαθούμε ακόμα να βρούμε λογική εξήγηση στον παραλογισμό... δεν τα καταφέρνουμε καλά αλλά συνεχίζουμε να το προσπαθούμε... κάποιοι απλά σώπασαν...
Ούτε ποτάμια, ούτε ηλεκτρικά πατίνια, ακριβά ρούχα και ακριβά αυτοκίνητα μόνο...
Το πρόβλημα του θορύβου το έχουμε λύσει καλύτερα στα δικά μας τρένα, τα τρένα απλά δεν υπάρχουν...
Εδώ δεν θα ακούσεις εύκολες «καλημέρες», το «καληνύχτα» μας βγαίνει πιο αβίαστα...ίσως γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε τη μέρα...
Σήμερα, σε μια αθηναϊκή λεωφόρο διαπλυκτίστηκαν δύο οδηγοί, ύψωσαν κι αυτοί τα δάχτυλα, δεν ήταν οι δείκτες...
Εδώ έχει ήλιο... τόλμησα να πάω για μπάνιο... είχε ακόμα κόσμο...

Μερικοί αναπολούν και νοσταλγούν, άλλοι ελπίζουν, άλλοι φεύγουν...

Όλα όμως τα μέρη είναι απλά τόποι κατοικίας... 
...εκεί κατέξηξα.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Colmar


Ο λύκος κι αν εγέρασε και άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη του άλλαξε, μήτε την κεφαλή του...


















Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Κόφτης


Οι Γερμανοί ψήφισαν τον "κόφτη" και έριξαν την τιμή της τουλίπας στα 4 ευρώ τα 10 τεμάχια


Στην Ελλάδα κρατάμε την τιμή της τουλίπας στα 8 ευρώ τα 10 τεμάχια (διπλάσια τιμή από τη Γερμανία).

Η απάντηση στην απορία παρακάτω...

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Paris







Σε αυτή την πόλη θα ακούω μόνο μουσική!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

It's a monumental tissue of lies




 
Αυτό ακριβώς νιώθω στην Ελλάδα.
Κατά συρροή ψέματα, μεγαλειώδη ψέματα, ατιμώρητη υποκρισία, άναρθρες κραυγές, ψίθυροι που χάνονται μέσα σε υπόγειες διαδρομές κι ένας λαός που χώνει ένα κοφτερό γυαλί βαθιά μέσα σωθικά του και με το αίμα που τρέχει παίρνει μαζοχιστικά ικανοποίηση. 
Το μόνο που κάνουμε είναι να περιμένουμε το τέλος, άτολμοι, νωχελικοί και επαναπαυμένοι μέσα στην υποκρισία, τραγικοί ήρωες από τις "Κραυγές και Ψίθυροι" του Μπέργκμαν.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Σ΄αυτή τη χώρα...




Νιώθω ότι είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι ανάμεσα σε όλα όσα γράφτηκαν σε τούτα τα μαύρα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα.

Μένω ειδικά σε εκείνον τον στίχο που λέει:

«Αυτή η μάνα που μας στέρησε το γάλα
θέλει με δάκρυ να ποτίσει την αυλή της
θέλει με αίμα να δροσίσει το κορμί της
κι όταν της δώσεις όλα αυτά, ζητάει κι άλλα»

Νομίζω η Ελλάδα διεκδικεί μια από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στην λίστα των υποτιθέμενα αναπτυγμένων χωρών με την μεγαλύτερη έχθρα επίσημου κράτους απέναντι στους πολίτες της. 

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Δέκα



 
Δέκα λοιπόν.
 
Η ιστορία ξεκίνησε πολύ απλά. Καθόμουν στο γραφείο… χμ, μάλλον, καθόμουν σε ένα γκρι γραφείο με μπαλκόνι που για θέα είχε ένα άλλο μπαλκόνι. Θα μου πεις όλα τα γραφεία γκρι δεν είναι; Ναι, αλλά δεν έχουν όλα μπαλκόνια, έστω και με θέα σε κάποια άλλα μπαλκόνια, τα οποία με τη σειρά τους βλέπουν σε άλλα μπαλκόνια, υπάρχει και το ενδεχόμενο του ακάλυπτου, ή και η καθόλου θέα. Μεσημεράκι ήταν, ώρα δεν θυμάμαι, το σίγουρο είναι ότι είχα φάει κοκορέτσι, ναι, για business lunch! Το θυμάμαι γιατί εκείνο τον καιρό είχε έρθει μια νέα συνάδελφος από την Γερμανία και για να της κάνω πλάκα της περιέγραφα με τον πιο splatter τρόπο τι ακριβώς τρώμε στο Ελλαδιστάν και από τι παρασκευάζεται το κοκορέτσι, σνίτσελ και λουκάνικα να πάει να φάει στην πατρίδα της, εδώ τρώμε έντερα, συνήθως τα δικά μας (αυτό δεν της το ΄πα τότε, το κατάλαβε μόνη της μετά).
Εκτός από τη θέα στο απέναντι μπαλκόνι, από μια άκρη έβλεπα και τη θάλασσα (μεγαλεία!), κοκορέτσι και θάλασσα δεν ταίριαζαν, αλλά δεν θα την κέρναγα και αστακομακαρονάδα, κάτι ψυχανεμιζόμουνα από τότε για χρεοκοπίες και κράταγα καβάντζες, τις οποίες βέβαια μου τις τσάκισε ο Ένφια και οι έκτακτες εισφορές, κρίμα γιατί με την Χέλγκα μπορεί να είχα και τα τυχερά μου.

Λέω αφού το κάνουν οι άλλοι γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Σωστά, τι παραπάνω δηλαδή είχαν οι άλλοι; Τζάμπα ήταν. Νομίζω δεν παιδεύτηκα πολύ για να βρω πως γίνεται, πάτησα δυο τρία κουμπιά στον υπολογιστή, πάνω στο γραφείο είχα ένα μικρό βαζάκι με νερό και ζάχαρη που μέσα είχα βάλει ένα κλωναράκι από ένα αρμυρίκι που είχα κόψει τον προηγούμενο μήνα από ένα δενδρύλλιο στην Τήνο, το αρμυρίκι φρέσκο ακόμα, αντέχουν αυτά, δεν έχουν ανάγκη, εγώ μόνο δεν άντεχα, τότε βιαζόμουν, βιαζόμουν πολύ, έπαιρνα φόρα και όποιον έπαιρνε ο χάρος, παραμάζωμα όλα, κι εγώ μαζί στην κουτρουβάλα κι έτσι λίγο η θάλασσα από την άκρη του παραθύρου (μεγαλεία είπαμε τότε!), λίγο το κοκορέτσι, λίγο το κλωνάρι από το αρμυρίκι στο βάζο, λίγο που το έκαναν κι οι άλλοι, γιατί να μην το έκανα κι εγώ και τσουπ "εγένετο blog". Αυτός ακριβώς ήταν και ο τίτλος της πρώτης μου ανάρτησης. Στην πρώτη φωτογραφία δυο αρνιά, ναι, μια προβατίνα κι ένα γάλακτος, μάλλον με είχε επηρεάσει το κοκορέτσι και κάπως έτσι τα armirikia μόλις είχαν γεννηθεί, σαν σήμερα.
 
Διαβάζοντας με τότε θα νόμιζε κανείς ότι ήμουν βυθισμένος μέσα σε ατέρμονες φιλοσοφικές σκέψεις, μάλιστα εκείνο τον καιρό είχα λάβει κι ένα email από κάποια αναγνώστρια που με ρωτούσε εάν είχα εντρυφήσει στην φιλοσοφία, η καημένη πόσα άρλεκιν να είχε διαβάσει για να το φανταστεί αυτό, τέλος πάντων, να πω την μαύρη μου αλήθεια κολακεύτηκα, σε αυτά είμαι και αδύναμος χαρακτήρας, βέβαια μια λάιτ κλιμακτήριο την περνούσα και μου έβγαινε λίγο δράμα, στις επόμενες δυο αναρτήσεις μου βγήκε κάτι σε γερμανικό, όχι δεν ήταν τα φιλοσοφικά μου, ούτε και τα προ-κλιμακτηριακά μου, ήταν από τη συνάδελφο γερμανίδα που δεν την χόρταινα στα κοκορέτσια και στα σπληνάντερα, είχαμε πάει και στα Βλάχικα στη Βάρη και την είχε μαγέψει και ο βλάχος και η γκλίτσα του, τι να πω, αυτά μου είχε πει τότε, αυτά λέω κι εγώ, φαντάζομαι σνίτσελ δεν ξανάβαλε στο στόμα της από τότε, το τι άλλο έβαλε δεν μ΄ αφορούσε κιόλας δηλαδή, αν ήταν σήμερα θα την πήγαινα να φάει κινόα και φαγόπυρο και να πιει ζουμί από αμαμελίδαως καταντάει ο άνθρωπος στα γεράματα…)
 
Δέκα χρόνια. 
Νιός ήμουν και γέρασα που λένε, κατέβασα και ταχύτητα, τώρα παίρνουν οι άλλοι εμένα παραμάζωμα και καλά μου κάνουν δηλαδή. Πολλά άλλαξαν από τότε, βασικά όλα άλλαξαν, εγώ, η χώρα, ένα δεν άλλαξε, δανεικά τότε, δανεικά κι αγύριστα σήμερα, τα δανεικά αξία ανεκτίμητη.  Βέβαια, με το Blog αυτό πολλά πολλά δεν είχα και δεν έκανα, ούτε ήταν κι αυτός ο στόχος άλλωστε, βασικά δεν τσακώθηκα μαζί του, δεν το λάτρεψα, ούτε το μίσησα, δεν έβγαλα απωθημένα, δεν το χρησιμοποίησα για να κάνω κοινωνικές γνωριμίες, που και που έκανα ασκήσεις λογοτεχνικού ύφους (δεν πρωτοτύπησα, ίσα ίσα, αντέγραψα και με αντέγραψαν) και φωτογραφίας, ψέλλισα και δυο τρία βαθυστόχαστα, για γκομενικά πολλά δεν είπα, μαζεύτηκα. 
Κάποτε, οι αναγνώστες του αριθμούσαν μεγέθη μνημονικής διαδήλωσης (του πρώτου και του δεύτερου), οι σχολιαστές πάντα λιγότεροι, πλέον δεν μαζεύει ούτε για φιλικό δίτερμα σε ξερό, αλλά όσο έπεφταν οι επισκέψεις τόσο το γούσταρα περισσότερο γιατί γινόταν πιο πολύ δικό μου κι όχι κάτι που διαμορφωνόταν ανάλογα με τα γούστα των άλλων, ένα θεματάκι το έχω κι εγώ!
 
Τα Blogs έχουν πεθάνει εδώ και κάποια χρόνια, τουλάχιστον με την μορφή και με το ύφος που τα ξέραμε εμείς οι σκαπανείς των ιστολογίων, τα αρμυρίκια όμως είναι ανθεκτικά στο χρόνο και στις κακουχίες, τα βλέπεις ζαρωμένα να σου προσφέρουν τον ίσκιο τους, κατά την άνοιξη πετούν φρέσκα φυλλαράκια, δεν τα επηρεάζει το αλάτι της θάλασσας, το κρύο και οι άνεμοι, το πιο ωραίο είναι ότι περνούν εκ πρώτης απαρατήρητα, αλλά κάποιον ίσκιο θα σου προσφέρουν αν τα επισκεφτείς, εξαρτάται κι από τα κέφια τους βέβαια, είναι τζαναμπέτικα και κάπως έτσι πορεύτηκε αυτό το ιστολόγιο μέσα στον χρόνο, πλέον ένα από τα πιο παλιά ενεργά ιστολόγια της ελληνικής μπλογκόσφαιρας (δάκρυσα).
 
Κι επειδή όλα τριγύρω αλλάζουμε κι όλα τα ίδια μένουν, όπως είχα τότε γράψει στις δύο τελευταίες γραμμές της πρώτης μου κιόλας ανάρτησης, ακριβώς δέκα χρόνια πριν:

"Πόσο θα κρατήσει ουδείς γνωρίζει... μπορεί αύριο να το κάνω παρανάλωμα.
Θα μείνω συντονισμένος να δω τις προθέσεις μου…"
 
 

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Πρώτη φορά χωρίς δακρυγόνα;



Κι ενώ μία και μόνο μπίζνα έφερνε κέρδη στην Ελλάδα, έστω και εποχιακά, την καταδικάσαμε κι αυτή στη χρεοκοπία. 
Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς δακρυγόνα; Που χάθηκε το καταναλωτικό τους κοινό;
Πως η έρμη τούτη χώρα θα ψηφίζει το 3ο, τιμημένο και αξιοπρεπές Μνημόνιό της; 
Ήταν βλέπεις κι αυτά μια κάποια λύσις.