Η Λενιώ, παρά την ηλικία και τα προβλήματα υγείας της, δεν έλεγε να το βάλει κάτω, δυο ρώγες σταφύλι και η φωνή του μονάκριβού της Αναστάση ήταν αρκετά για να ανάψουν το λυχνάρι των αναμνήσεων και να ανοίξουν απότομα το σεντούκι με τις θύμησες που χρόνια έμενε ερμητικά κλειστό.
Αρχές του Μάρτη θα ΄ταν κι ο Χαραλάμπης κατέβαινε στο αμπέλι τους, στην άλλη άκρη του χωριού, στρίβοντας στο στόμα ένα κλαδάκι μαντζουράνας και παραδίπλα ο Παναγής, που σαν καλός γονιός και συνετός νοικοκύρης που ήταν, το ΄χε υποσχεθεί στον Χαραλάμπη πως το αμπέλι θα περνούσε στα χέρια τα δικά του όταν θα καλοπαντρευόταν και καλή παντρειά σήμαινε νύφη από σπίτι καλό και πλούσια προίκα, άλλωστε κι ο μοναχογιός του ήταν γαμπρός περιζήτητος στο χωριό και τα προξενιά δεν έλειπαν από το σπιτικό τους.
Στο μάτι είχαν βάλει τη Λενιώ που ήταν όμως ορφανή από πατέρα, με μια μάνα μόνο να έχει για συντροφιά. Η Λενιώ όμως δεν ήταν άπορη, είχε αμπέλι μεγάλο και παραγωγικό, μόνο χέρια δυνατά ήθελε για να το αναστήσουν, γιατί από τότε που χάθηκε ο πατέρας της το αμπελάκι ρήμαξε, άλλος άντρας στην οικογένεια δεν υπήρχε και η Λενιώ μόνη της δεν μπορούσε να τα βγάλει εύκολα πέρα.
Χειρότερη όμως κι από την ορφάνια ακόμα ήταν η συμπεριφορά των χωριανών της, οι οποίοι στις καλές τις εποχές κι όσο ζούσε ο πατέρας της έδειχναν σεβασμό κι αγάπη, όμως όταν αυτός χάθηκε και η Λενιώ έμεινε τότε ορφανή, σαν τα κοράκια έπεσαν πάνω της για να την φάνε καθώς έβλεπαν τον περιζήτητο γαμπρό Χαραλάμπη να την γλυκοκοιτάζει και να την προορίζει για γυναίκα του.
Χειρότερη όμως κι από την ορφάνια ακόμα ήταν η συμπεριφορά των χωριανών της, οι οποίοι στις καλές τις εποχές κι όσο ζούσε ο πατέρας της έδειχναν σεβασμό κι αγάπη, όμως όταν αυτός χάθηκε και η Λενιώ έμεινε τότε ορφανή, σαν τα κοράκια έπεσαν πάνω της για να την φάνε καθώς έβλεπαν τον περιζήτητο γαμπρό Χαραλάμπη να την γλυκοκοιτάζει και να την προορίζει για γυναίκα του.
Μικρό χωριό μεγάλη κακία έλεγε η Λενιώ και μόνο την οικογένεια του Παναγή είχε για προστασία, γιατί κι ο Παναγής μεγάλο καημό το είχε να αποκτήσει μια κόρη, σκεφτόταν όμως και πρακτικά, το αμπελάκι της Λενιώς μόνο μια μυγδαλιά το χώριζε από το δικό τους, κι αν όλα πήγαιναν καλά το αμπέλι του θα αυγάτιζε και έτσι ο Χαραλάμπης θα γίνονταν ο καλύτερος νοικοκύρης του χωριού.
Ο Παναγής είχε να λέει πως με ένα τέτοιο αμπέλι θα έβγαζαν τόσο κρασί που θα είχαν για να πίνουν μέχρι και τα δισέγγονά τους, να πίνουν τόσο μέχρι να γίνει το αίμα τους κρασί και το κάτουρό τους μούστος. Πολλή προσπάθεια όμως δε χρειάστηκε για να τους τα φτιάξει, τα παιδιά αγαπιόντουσαν από μικρά και όσα μεγάλωναν τόσο ο έρωτας θέριευε μέσα τους και γίνονταν πιο γλυκός κι από το πετιμέζι.
Πριν μπει το καλοκαίρι για τα καλά και πριν καταπιαστούν με τις δουλειές του τρύγου, όλα τακτοποιήθηκαν όπως τα είχαν σχεδιάσει, το γλέντι του γάμου κράτησε τρεις μέρες κι όλα μπήκαν σε μια τάξη, η ορφανή βρήκε ένα αποκούμπι στην οικογένεια του Παναγή, ο Παναγής βρήκε μια κόρη που πάντα επιθυμούσε, βρήκε κι ένα αμπέλι για να αβγατίσει την περιουσία του Χαραλάμπη, ο Χαραλάμπης βρήκε τη μάνα των παιδιών του, το χωριό βρήκε νέες λαβές για σχόλια και ευκαιρία να στάξει το φαρμάκι του, πως δηλαδή η Λενιώ τον τύλιξε τον Χαραλάμπη με το νάζι και το αμπέλι της, το αμπέλι της Λενιώς βρήκε ξανά χέρια αντρίκεια για να του δώσουνε ζωή, η μυγδαλιά έπαψε να είναι το σύνορο ανάμεσα στα αμπέλια, το θρόισμα της έγινε η γλυκιά του ζευγαριού η συντροφιά και το αφράτο χώμα της το κρεβάτι του έρωτά τους τα ζεστά απομεσήμερα μετά τον τρύγο και οι μεγάλες στεναχώριες έγιναν μικρές, οι μικρές χαρές έγιναν μεγαλύτερες και γλύκαιναν σαν το γλυκόπιοτο κρασί του αμπελιού τους τα βάσανα τα καθημερινά και τις σκοτούρες.
Τέλη του Αυγούστου ήταν και η ασυνήθιστη ζέστη εκείνου του καλοκαιριού είχε ωριμάσει πρόωρα τα σταφύλια, ο τρύγος άρχισε μετά της Παναγίας, τα τσαμπιά κόπηκαν προσεκτικά, μπήκαν μέσα στα κοφίνια κι από εκεί στο ληνό, στο ξύλινο πατητήρι με την κάνουλα στην άκρη δηλαδή, που μέσα πατούσαν τα σταφύλια και έβγαζαν το μούστο που αργότερα θα γίνονταν κρασί.
«Εϊ Χαραλάμπη, μη χαζεύεις, ρίξε τα σταφύλια στο ληνό γρήγορα, δεν βλέπεις η Λενιώ πως περιμένει;» ακούστηκε περιπαικτικά η φωνή του Παναγή, κι ο Χαραλάμπης έριχνε σταφύλια συνεχώς μες στο ληνό με ένα κέφι τρελού, μεθώντας με τα αμυγδαλωτά της μάτια και τα λευκά της πόδια καθώς σήκωνε τη φούστα για να πατήσει τα σταφύλια.
Ζαλισμένος από της Λενιώς την ομορφιά χρόνο δεν έχασε, μπήκε κι εκείνος μέσα κι αντί τα σταφύλια να πατούν άρχισαν να χορεύουν κι ο χορός τους έμοιαζε σαν το πρώτο το τρελό φως της άνοιξης που μπουμπουκιάζει ακόμα και την πέτρα κι έμοιαζε σαν την πρώτη τη βροχή του φθινοπώρου που κάνει τα στέρφα τα πηγάδια να γεμίζουν με νερό και εκείνοι συνέχιζαν να χόρευαν μες στο ληνό και τα σταφύλια πετάγονταν στα πρόσωπά τους, οι χυμοί έλουζαν τα μαλλιά τους και ο μούστος έρεε από την κάνουλα πηχτός, μα καθώς ήταν μεθυσμένοι από του σταφυλιού τη γλύκα, ορκίστηκαν πως τούτο το αμπέλι θα το αγαπούν μέχρι να σβήσουν κι έδωσαν όρκο ιερό σε μια κόκκινη ρώγα από σταφύλι να το φροντίζουν και να το ποτίζουν όπως η αγάπη ποτίζει τις ψυχές, αγνοώντας ότι οι όρκοι είναι το αντίδοτο του φόβου, είναι το σχοινί που δένει τους ανθρώπους σφιχτά πριν οι νόμοι της ζωής το σπάσουν σε χίλια δυο κομμάτια. Όμως πριν καλά καλά τον όρκο τους τελειώσουν, η Λενιώ ένιωσε μια ζάλη, ίσως από τη γλύκα της στιγμής, ίσως από την κούραση, ίσως και από του μούστου τις αναθυμιάσεις κι ακούμπησε πάνω στου ληνού την άκρη ζαλισμένη, μα μόνο όταν ξάπλωσε στης μυγδαλιάς τη ρίζα, όλοι τότε κατάλαβαν ότι μήτε η κούραση μα μήτε κι ο μούστος ήταν η αιτία, αλλά ο καρπός του Χαραλάμπη που θέριευε στα σπλάχνα της, έναν καρπό που γεύτηκε ένα γλυκό απομεσήμερο του Ιούλη κάτω από τον ισχνό ίσκιο της μυγδαλιάς στο αμπέλι τους.
Και ο τρύγος τέλειωσε και ο χειμώνας ήρθε κι έφυγε κι εκείνος και με τις πρώτες μυρωδιές της άνοιξης είδε το πρώτο φως κι ο Αναστάσης μέσα σε χαρές και γλέντια που όμως δεν κράτησαν πολύ. Μεγάλη Παρασκευή ήταν και οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα όταν βρήκαν τον Παναγή να ψυχορραγεί στο αμπέλι τους, είπαν ότι είχε αδύνατη καρδιά, άλλοι ότι τον έφαγε το δυνατό κρασί του αμπελιού τους, μα όπως κι αν είχε, ο Παναγής έφυγε και ήταν τυχερός, γιατί αυτός δεν θα προλάβαινε να δει όσα θα ακολουθούσαν.
Ο χρόνος πέρασε γρήγορα, το αμπέλι κάρπισε ξανά κι ήταν χρονιά καλή, ο μούστος γέμισε τα βαρέλια και έβγαλε κρασί καλό, αλλά μαζί με τις πρώτες ψιχάλες της βροχής και τα σκούρα τα σύννεφα του φθινοπώρου, μαύρα σύννεφα πολέμου απλώθηκαν πάνω από τα κεφάλια τους. Η επιστράτευση βρήκε τον Χαραλάμπη στην πρώτη γραμμή των μαχών και τη Λενιώ με ένα βυζανιάρικο αγκαλιά να μετράει τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει γράμμα από το μέτωπο…και το πρώτο γράμμα ήρθε μερικές μέρες αργότερα, το δεύτερο λίγες εβδομάδες μετά, αλλά το τρίτο έφθασε μαζί μέσα σε ένα δέμα, μόνο μια φωτογραφία της Λενιώς και του Αναστάση είχε μέσα κι ένα γράμμα που ποτέ δεν έφτασε στην ώρα του, όλα τα άλλα χάθηκαν μαζί με εκείνον. Η Λενιώ δεν έκλαψε παρά μονάχα φόρεσε έναν φθαρμένο γκρίζο αλατζά, άρπαξε και τον Αναστάση αγκαλιά φορώντας του ένα παντελονάκι από ντρίλινο τσουβάλι που έχασκε μέσα ο πισινός του, κατέβηκε στο κτήμα και τότε άρχισε να τσαπίζει το αμπέλι λες και το μισούσε κι όταν το τσάπισε αρκετά και η κούραση της βάρυνε τα χέρια, έγειρε αγκαλιά με τον Αναστάση στον κορμό της μυγδαλιάς κι έβγαλε μια δυνατή κραυγή που όμως δεν ακούστηκε ούτε μέχρι του αμπελιού την άκρη, καθώς οι πρώτες βόμβες έπεφταν μαζί με το χαλάζι, ρημάζοντας τα σπίτια και τις ζωές τους.
Πέντε χρόνια θα είχαν περάσει κι ο πόλεμος είχε πλέον τελειώσει, η Λενιώ μόνη, ορφανή ξανά και χήρα, με ένα παιδί στην αγκαλιά, με χρέη πολλά και ένα αμπέλι να ρημάζει, αγωνίζονταν σαν σερνικός να το βλαστολογά, να το τσαπίζει, να μαζεύει τα σταφύλια και να τα πατά μες στο ληνό, με ένα πάθος τρελού, με μια μανία σεληνιασμένου, άλλες φορές σαν μάγισσα, κι άλλες σαν τη δαιμονισμένη, μάχονταν σε πείσμα των χωριανών που καθώς την έβλεπαν να αγωνίζεται σαν το σκυλί, θυμήθηκαν την παλιά τους έχθρα και κουβέντα καλή να πουν δεν είχαν, τη ζήλευαν που παρά τη βάσανά της είχε τα κότσια να αγωνίζεται σαν άντρας και σαν γυναίκα μαζί κι όπως σε κάθε μικρό τόπο, εκεί όπου η αγάπη ανθίζει όσο εύκολα θεριεύει και ο φθόνος, οι χωριανοί όλο και σκλήραιναν από τη δική τους φτώχια και έδειχναν το φθόνο τους πιο φανερά στη Λενιώ, που έμπαινε σαν άντρας μόνη μέσα στο ληνό, όχι για να πατήσει τα σταφύλια, αλλά για να χορέψει πάνω τους σαν υπνωτισμένη, μέχρι ο μούστος να τρέξει πηχτός από την κάνουλα και τα βαρέλια να γεμίσει.
Καθώς όμως ο φθόνος είναι πολλές φορές πιο δυνατός κι από την αγάπη, κάποια στιγμή τη λύγισε, τα σκέφτηκε από ΄δω τα λογάριασε από ΄κει και τελικά την πήρε την απόφαση να φύγει στην ξενιτιά, μια καινούργια ζωή να αρχινήσει, μόνο εκείνος ο όρκος που κάποτε έδωσε μες του ληνού τη μέθη της έδενε τα πόδια, ήλπιζε όμως πως κάποια στιγμή θα γύριζε και πάλι πίσω, όταν θα είχε πια τον Αναστάση της για στήριγμα και για προστάτη της.
Τα χρόνια περνούσαν κι Αναστάσης έγινε δυνατός κι όμορφος σαν τον πατέρα του και η Λενιώ με βάσανα και με στερήσεις τον σπούδασε Πολιτικό Μηχανικό, επιστήμονα λαμπρό, με εξειδίκευση στην κατασκευή των δρόμων και στις θεμελιώσεις γεφυρών. Για το χωριό του δεν έμαθε ποτέ πολλά, μα μήτε και για το αμπέλι, μόνο για τον πατέρα του ήξερε πως έπεσε ηρωικά στον πόλεμο, αυτό μόνο αρκούσε.
Όμως η μοίρα παίζει τα δικά της τα παιχνίδια και κάποια στιγμή η εταιρεία στην οποία δούλευε ο Αναστάσης, ανέλαβε την κατασκευή έργων στην πατρίδα, καινούργιος εθνικός δρόμος θα ανοίγονταν και θα πέρναγε από τα μέρη τους, από εκείνα τα μέρη στα οποία κάποτε γεννήθηκε, στα μέρη που κάποτε έρεε κρασί γλυκόπιοτο και δρόσιζε τις ανθρώπινες ψυχές. Η Λενιώ δε το σκέφτηκε πολύ, μόνο να γύριζε πίσω στην πατρίδα ήθελε πριν κλείσει τα μάτια της, το αγαπημένο της αμπελάκι να φιλήσει και το χώμα εκείνης της μυγδαλιάς που κάποτε έγινε το κρεβάτι του έρωτά της με τον Χαραλάμπη.
Μια καυτή μέρα στα τέλη του Αυγούστου ήταν που βρήκε την Λενιώ πίσω στην πατρίδα να κάθεται στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου κρατώντας ένα τσαμπί σταφύλι, να αγναντεύει τα μέρη που γεννήθηκε με μάτια βουρκωμένα και με καρδιά γεμάτη με λαχτάρα να φιλήσει το χώμα του αμπελιού, που ποιος ξέρει πλέον σε ποια κατάσταση θα το ΄βρισκε και τότε ο Αναστάσης την πλησίασε στοργικά και με ένα πάθος πλανόδιου παραμυθά άρχισε να της λέει για τον καινούργιο δρόμο που θα έδινε ζωή στον τόπο που γεννήθηκαν, της έλεγε για τις καινούργιες γέφυρες που θα κατασκεύαζαν, για τις σήραγγες που θα έσκαβαν, της είπε ακόμα και για τις απαλλοτριώσεις που έγιναν με μεγάλη δυσκολία, καθώς ο τόπος είχε ερημώσει από χρόνια και οι ιδιοκτήτες τους είχαν φύγει στην ξενιτιά, της είπε για τα κτήματα που θα κόβονταν στη μέση, της είπε και για ένα μεγάλο αμπέλι στην άκρη ενός χωριού που το εκχέρσωσαν για να γίνει εκεί ο καινούργιος σταθμός των διοδίων, αλλά και για μια γέρικη μυγδαλιά που την ξερίζωσαν με δυσκολία, της είπε και για ένα μεγάλο παλιό ξύλινο πατητήρι, πεταμένο στη ρίζα εκείνης της γέρικης μυγδαλιάς να σαπίζει εδώ και χρόνια και τότε η Λενιώ ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, τα πόδια της να λυγούν, η καρδιά της να χτυπά με ρυθμούς αλλόκοτους και ο αέρας πάγωσε, ο χρόνος σταμάτησε, η Λενιώ πλέον δεν άκουγε, δεν έβλεπε, μόνο πηχτά σκοτάδια άρχισαν να χορεύουν μπροστά της, το μόνο που ένιωσε ήταν μια ρώγα από σταφύλι να συνθλίβεται στα δάχτυλά της και πριν προλάβει να βγάλει μια κραυγή, πριν προλάβει να αρθρώσει μια κουβέντα, θυμήθηκε εκείνον τον όρκο που κάποτε έδωσε ένα καυτό απομεσήμερο του Αυγούστου μες του ληνού τη μέθη και τότε τα σκοτάδια πύκνωσαν και χόρευαν σαν μεθυσμένα, εκείνη την ύστατη στιγμή που συνειδητοποιούσε πως οι νόμοι της ζωής είναι πάντοτε πιο ισχυροί από τις υποσχέσεις, πιο δυνατοί κι από τους όρκους, από όλους τους όρκους, ίσως κι από εκείνους τους ιερούς που δίνονται ακόμα και σε μια ρώγα από σταφύλι…
15 σχόλια:
...που με πήγες μωρέ;
που με ταξίδεψες βρε απίθανε παραμυθά;
που στο διάολο να βγω να πάω να πληρώσω λογαριασμούς στις τράπεζες τώρα;
Να σαι καλά παληκάρι μου!
:)
Ωωωωω...άργησες αλλά..... μας ξεχρέωσες ωρέ παλλικάρι!!!!
Φοβερό κείμενο....
ΥΣ. Αδικείται από τη μορφοποίηση...
Ευχαριστώ πολύ Χρήστο & Ναταλία.
Όσο για την μορφοποίηση Ναταλία, ελπίζω τώρα να το έκανα λιγότερο κουραστικό για τα μάτια, πάντως μελλοντικά μη περιμένεις και πολλά πράγματα με το blog μου όσον αφορά τη συχνότητα των posts, βλέπεις με κούρασε το ψυχοφθόρο star system και λέω να εμφανίζομαι πλέον πιο σπάνια.
Το armiriki που έγινε John boy.
Πολύ καλό το κείμενό σου.Ένας κόσμος άλλωτε όμορφος και άλωτε μεθυστικά άσχημος.
Μην χάνεσαι...
Μόλις τελείωσα από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλειά και παρόλο που μπούχτησα να βλέπω την οθόνη του υπολογιστή κάθησα και διάβασα όοοολη την ιστορία σου. Τέλεια την βρήκα αλλά πολύ μαυρίλα ρε παιδί μου. Και να φανταστείς ότι μέχρι ενός σημειού νόμιζα ότι ήταν ρομαντικού περιεχομένου! Γελάστηκα!! Λοιπόν πέρα απο την πλάκα μου άρεσε πραγματικά πολύ. Welcome back και καλή συνέχεια...
Δημήτρη, Γωγώ ευχαριστώ...
Όταν θα υπάρχει χρόνος και διάθεση εδώ θα είμαστε να τα λέμε με αληθινά ψέματα.
Εσύ......κάτι έχεις.
Ελπίζω μόνο να μην είναι σοβαρό!
Αυτό το κάτι Ναταλία είναι βασικά ότι έχω πολύ δουλειά, διάβασμα (γέρασα και ακόμα σπουδάζω) και μια βαρεμάρα για το internet
άνευ προηγουμένου...
...α ναι έχω και κάτι άλλο πιο σοβαρό αλλά όμως δεν είναι για κακό!
Γιάννη
...άντε και με το καλό το... κάτι άλλο το πιο σοβαρό...
(παρά τα γεράματα, θυμάμαι)
Και δεν θέλω να είναι για κακό τίποτα!!!
Να....απλά κάτι να σε τρέξει λίγο!!!! ;ο)
Και δεν θέλω να είναι για κακό τίποτα!!!
Να....απλά κάτι να σε τρέξει λίγο!!!! ;ο)
Η Πυργιώτικη γερουσία μαζεύτηκε εδώ μέσα!! Φυσικά εξαιρώ την Ναταλία! :ΡΡ
bon jour mon amiiiiii
ανανεωμένο σε βρίσκω και πολύ με αρέσει, όμως,
άρτι αφιχθείσα, μη περιμένεις πολλά πολλά μέχρι:
να μαζέψω τα αμάζευτα,
να σουλουπώσω το site μου,
να φιλοκαλίσω τους τοίχους της κοιμίστρας μου,
να επιστρέψουν τα τέκνα μου,
και να αγιάσει ο παπάς την έναρξη του σχολικού έτους.
ουφ!!!
καλή μέρα και γλυκιά νά'χουμε..
Χρήστο και πάλι ευχαριστώ,
Ναταλία όντως βλέπω να με τρέχουν μελλονικά,
Γωγώ εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ είμαι θα ΄ρθεις!
Peftasteri μου καλό, ευτυχώς που μπήκες κι εσύ εδώ γιατί οι Πυργιώτες έχουν κάνει κατάληψη στο blog! Εύχομαι πάντως ο χειμώνας που έρχεται να είναι πιο χαλαρός από το καλοκαίρι σου.
Φιλιά πολλά μελαχροινό κορίτσι και θα τα λέμε!
πάρα πολύ όμορφο το κείμενο, μπράβο!!
Δημοσίευση σχολίου