Καθόμουν στην αυλή του σπιτιού με μια κληματόβεργα στο χέρι δημιουργώντας σχήματα πάνω στο ξεραμένο χώμα.
Ήμουνα δεν ήμουνα στα έντεκα και καθώς το καλοκαίρι είχε ήδη μπει όπως πάντα με φούρια, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, μαζευόμασταν στην αυλή του σπιτιού, αρπάζαμε τα ποδήλατα και κατηφορίζαμε προς την παραλία...
Το πρωινό μπάνιο δεν ήταν ποτέ αρκετό, το απογευματινό ήταν πάντοτε το καλύτερο...
...ο ήλιος χανόταν βαθιά στο Ιόνιο και καθώς ο ορίζοντας βαφόταν πορτοκαλί και το υγρό δροσερό αεράκι φοβέριζε τη θάλασσα, ήταν τότε που ήθελες να ορμήσεις μέσα στο νερό, να μετατραπείς σε κουρσάρο των θαλασσών, σε πειρατή, σε θαλασσόλυκο, να σταθείς πάνω στη ράχη των κυμάτων, να βουτήξεις κατόπιν στα βαθιά και να ψάξεις στα βράχια του βυθού για αχινούς και πεταλίδες.
Το καλοκαίρι είναι πάντα σύντομο...
...το καλοκαίρι μοιάζει με ένα παγωτό χωνάκι, το οποίο πριν καλά καλά νιώσεις τη γλύκα του, έχει ήδη τελειώσει...ειδικά όταν είσαι παιδί το καλοκαίρι μοιάζει τόσο σύντομο αλλά και τόσο συγκλονιστικό, όπως και μια βουτιά στα βαθιά για αστερίες και χταπόδια...
...τι να σου κάνουν όμως μερικές εβδομάδες διακοπών, όσο και αν μετρούσαμε τα μπάνια που κάναμε στη θάλασσα, τα παγωτά που τρώγαμε και τις βουτιές που ρίχναμε στα κύματα, λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, ο αριθμός τους καθηλωνόταν σε διψήφιο νούμερο και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να αυγατίσουν με κόλπα πονηρά και κλεψίματα στο μέτρημα, πάντοτε, ως δια μαγείας, έβγαιναν λιγότερα από όσα σχεδιάζαμε να κάνουμε στην αρχή του καλοκαιριού...
Όλα εκείνα τα σύντομα καλοκαίρια μετατρεπόμουν σε μικρό εξερευνητή, σε έναν Τομ Σώγιερ...ο χώρος γύρω από το δίπατο σπίτι με το χαγιάτι, τον ξυλόφουρνο δίπλα στην κουζίνα και το κοτέτσι στην πίσω αυλή είχαν ήδη εξερευνηθεί, ένας άλλος κόσμος, όπως εκείνων των γειτονικών αυλών, των γειτονικών δρόμων, των καταπράσινων χωραφιών, τα οποία απλώνονταν γύρω από εκείνο τον εντυπωσιακό μικρόκοσμο των παιδικών καλοκαιρινών μου χρόνων, έπρεπε οπωσδήποτε να εξερευνηθεί.
Τα καλοκαιρινά βράδια κι όταν όλοι πλέον είχαν κοιμηθεί, θυμάμαι ότι άνοιγα εκείνο το παράθυρο το οποίο έβλεπε στην πίσω αυλή, ακουμπούσα τους αγκώνες στο περβάζι, έβαζα τα δύο μου χέρια στο πρόσωπο στηρίζοντας έτσι το κεφάλι μου και άφηνα τα μάτια και τη φαντασία μου να ξεχυθούν, να περιπλανηθούν όσο πιο μακριά γινόταν, πέρα από τα χωράφια με τα ξεραμένα στάχυα, πέρα από τα μποστάνια με τα ζαρζαβατικά και τα καρπούζια, πέρα από τις κόκκινες κεραμοσκεπές των σπιτιών, πέρα από τα αμπέλια και τα κοφίνια με τις σταφίδες και τα κρασοστάφυλα, πιο μακριά ακόμα κι από εκείνο το μεγάλο σπίτι στην άκρη του ορίζοντα, που το είχαν αγκαλιάσει οι ακακίες και οι κισσοί και το οποίο όπως έλεγαν τα παιδιά της γειτονιάς το κατοικούσαν πλέον φαντάσματα, πέρα από όσα μπορούσε ακόμα και η ίδια μου φαντασία να φτάσει...
...κάπως έτσι, με τους αγκώνες στο περβάζι, ονειρευόμουν ταξίδια μακρινά, έφερνα στο μυαλό μου τους σχολικούς άτλαντες και θυμόμουν μέρη εξωτικά για μένα τότε, έβλεπα μπροστά μου τον Πύργο του Άιφελ, τη Γέφυρα του Τάμεση, τον Πύργο της Πίζας, τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, δίνοντας όρκο στον εαυτό μου ότι κάποια μέρα θα έκανα τα αδύνατα δυνατά για να τα επισκεφτώ, και έτσι, αφού ψευτοχόρταινα την ακόρεστη φαντασία μου με εικόνες που έπλαθα στο παιδικό μου μυαλό, ξάπλωνα ικανοποιημένος σε ένα ντιβάνι το οποίο ένιωθα να μην με χωρά και να με στενεύει χρόνο με τον χρόνο.
Εκείνο λοιπόν το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή και σε εκείνον τον μαγικό μικρόκοσμο των εξιδανικευμένων παιδικών καλοκαιρινών χρόνων, έκλεινε κάθε χρονιά όλο και πιο δύσκολα, διαταράσσοντας με τον ξερό ήχο του σκουριασμένου του μεντεσέ την ησυχία της νύχτας, το τραγούδι των τζιτζικιών και το κράξιμο της κουκουβάγιας στην απέναντι συκιά, ενώ κάθε χρονιά τα ξύλινα πατώματα του σπιτιού έτριζαν όλο και περισσότερο κι αυτά, αναγκάζοντας κάθε κίνηση του πέλματός μου να μοιάζει με βηματισμό γάτας λίγο προτού χιμήξει στο θύμα της...
...με κινήσεις αιλουροειδούς συνήθιζα κάθε βράδυ να κατεβαίνω την πέτρινη σκάλα, να ανεβαίνω πάνω στο ποδήλατο σαν τον ακροβάτη και με συντροφιά το φεγγάρι, τον έναστρο ουρανό, την υγρασία που νότιζε το δέρμα και με τις μυρωδιές από τα νυχτολούλουδα, έτρεχα προς μια πλίθινη αποθήκη με σανό, στο πίσω μέρος της οποίας κάθε βράδυ δίναμε ραντεβού όλα τα παιδιά της γειτονιάς, καταστρώνοντας σχέδια, άλλοτε για ταξίδια κι άλλοτε για μικρές και μεγάλες σκανταλιές...
- Η Γωγώ δεν ήρθε σήμερα, μήπως δεν κατάφερε να το σκάσει από το παράθυρο;
- Δεν τα έμαθες;
- Τι να μάθω...
- Η Γωγώ σήμερα μπήκε στο νοσοκομείο, η γιαγιά της είπε ότι έχει καρκίνο στα κόκαλα...
Το επόμενο καλοκαίρι έμπαινα στα δώδεκα...
Είχα πλέον μεγαλώσει απότομα, το κρεβάτι πια δε με χωρούσε, το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή άνοιγε με περισσότερη ακόμα δυσκολία, καθώς ο μεντεσές του είχε ήδη ξεχαρβαλωθεί, το φεγγάρι όμως ήταν εκεί, το ίδιο και απαράλλαχτο, εκεί ήταν ακόμα η νυχτερινή αύρα, το τραγούδι των τζιτζικιών, το κράξιμο της κουκουβάγιας πάνω στη συκιά με τα μαύρα ζουμερά της σύκα, το άρωμα από το νυχτολούλουδο και κάπου εκεί ήταν και η Γωγώ, στα όνειρά μας...
Το βράδυ της κηδείας της, μαζευτήκαμε και πάλι πίσω από την αποθήκη με το σανό...ήταν τέλη Αυγούστου, το καλοκαίρι έσβηνε κι εγώ θα επέστρεφα μετά από μερικές ημέρες ξανά στην Αθήνα...οι διακοπές τέλειωναν...
...εκείνο το βράδυ δεν είπαμε πολλά...
...ο Γιώργος είπε ότι θα σταματούσε το σχολείο και θα συνέχιζε σε μια τεχνική σχολή, η Μαρία είπε ότι οι γονείς της είχαν αποφασίσει να φύγουν μόνιμα για την Αυστραλία το φθινόπωρο, ο Δημήτρης είπε ότι αγαπούσε τη Γωγώ και λυπήθηκε πολύ που πέθανε η καημένη, η Ντίνα είπε ότι θα έκοβε μερικά τριαντάφυλλα από τον κήπο τους και θα τα πήγαινε στο μνήμα της, αφού πρώτα όμως γυρίζαμε από το καθιερωμένο πρωινό μας μπάνιο, η Σοφία είπε ότι δεν θα ερχόταν αύριο μαζί μας, γιατί λέει την πονούσε η κοιλιά της και η μαμά της της είπε ότι δεν έκανε να βραχεί, ο Βασίλης είπε ότι και η δική του η κοιλιά πονούσε γιατί είχε φάει πολλά σύκα το απόγευμα, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος για να μην πάει στη θάλασσα και ότι όλα τα κορίτσια είναι τελικά μυγιάγγιχτα κι εγώ είπα ότι το ξύλινο παράθυρο της πίσω αυλής χάλασε εντελώς κι ότι ο παππούς μου θα έφερνε αύριο τεχνίτη για να το επισκευάσει, καθώς δεν άντεχε κάθε βράδυ πλέον το τρίξιμο του μεντεσέ...
Κάπως έτσι τέλειωσε και εκείνο το καλοκαίρι, αφήνοντας στο στόμα μια γλυκόπικρη γεύση, μια ημιτελής αίσθηση, όπως άλλωστε όλα τα καλοκαίρια...
...με το πέρασμα των χρόνων εκείνες οι μυστικές συναντήσεις πίσω από την πλίθινη αποθήκη με τον σανό, εξελίχθησαν σε καλοκαιρινά ραντεβού σε θερινά σινεμά, μετατράπηκαν σε εφηβικά πάρτυ, άλλοτε ξέφρενα κι άλλοτε χλιαρά, γλέντια σε τοπικά πανηγύρια, έγιναν έρωτες σε ερημικές παραλίες, έγιναν κόκκινα αλμυρά φιλιά, έγιναν ενωμένα κορμιά κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού, έγιναν λόγια γλυκά και πικρά συνάμα υπό το φως της καλοκαιρινής πανσελήνου, έγιναν εξετάσεις, άγχος και ανακούφιση, έγιναν στυφή μυρωδιά ιδρώτα μέσα στα λεωφορεία της γραμμής στο καθημερινό δρομολόγιο: σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, έγιναν αιτήσεις στον προϊστάμενο για θερινή άδεια μετά αποδοχών, έγιναν απλανή βλέμματα στους μποτιλιαρισμένους δρόμους που άχνιζαν από το λιοπύρι, έγιναν αντίσκηνο στην παραλία, rooms to let με πρωινό αλλά κυρίως άνευ, έγιναν λινά ανοιχτά πουκάμισα, σηκωμένα μανίκια, χυμώδη ντεκολτέ, έγιναν τραγούδια με την κιθάρα στα βρώμικα καταστρώματα των πλοίων, ένα μισο-κομμένο κόκκινο καρπούζι στο πιάτο, ένα λιωμένο στα δάχτυλα παγωτό σοκολάτα, μια κερδισμένη παρτίδα τάβλι στο μπαλκόνι, ένας άθλιος φτηνός φραπέ σε κάποιο ΚΤΕΛ, ένας νερωμένος χυμός πορτοκάλι σε κάποια προβλήτα, η ψεύτικη δροσιά από ένα air-condition, μια ξεσκισμένη από γάτες πλαστική σακούλα σκουπιδιών, έγιναν ιδρωμένα βράδια γεμάτα υγρασία σε μια πόλη που κάθε Αύγουστο έμοιαζε να αδειάζει, έγιναν κούραση, σιωπή, μοναξιά, έγιναν αγάπες, χαρές, στεναχώριες, υποσχέσεις...
...κάθε καλοκαίρι αφήνει πάντα πάνω μας μια ανεξίτηλη στάμπα...
...τελικά εκείνο το καλοκαίρι με σημάδεψε περισσότερο από τα άλλα, όχι γιατί η Μαρία θα μετακόμιζε στην Αυστραλία με τους γονείς της και δεν θα την ξανάβλεπα, ούτε επειδή η Γωγώ, αργά ή γρήγορα, θα μετατρεπόταν αναπόφευκτα σε μια γλυκόπικρη ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων, αλλά ούτε επειδή για μία ακόμα φορά το μέτρημα στα μπάνια δεν θα ξεπερνούσε το διψήφιο νούμερο...
...περισσότερο από όλα με σημάδεψε η επισκευή εκείνου του παραθύρου και η αντικατάσταση του σκουριασμένου μεντεσέ που δεν θα ξανα-έτριζε τα βράδια...
...ήταν τότε που συνειδητοποίησα ότι τελικά κάθε καλοκαίρι στο χάραμά του, πάντοτε θα μας κλείνει πονηρά το μάτι προσπαθώντας μα μας ξεγελάσει με γενναίες υποσχέσεις, θα θυμίζει ένα πολύχρωμο λουνα παρκ που σε καλεί να μπεις μέσα και να παίξεις ξέφρενα, θα μοιάζει με σειρήνα που σε καλεί προκλητικά στην αγκαλιά της, στο τέλος όμως θα μοιάζει με ένα όμορφο πυροτέχνημα που φώτισε τον ουρανό αλλά στο τέλος έσβησε απότομα, θα μοιάζει με ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι γιορτής...
...τα καλοκαίρια τελικά δεν πρέπει να τα εμπιστεύεσαι...
...τα καλοκαίρια θα υπόσχονται πάντοτε πολλά, αλλά στο τέλος θα δίνουν συνήθως λίγα...
...ίσως όμως για αυτό τα καλοκαίρια είναι τελικά τόσο όμορφα...
...είναι όμορφα γιατί μας ξεγελούν σαν τα μικρά παιδιά με τις σκανταλιές τους, είναι όμορφα γιατί κι εμείς τελικά το έχουμε ανάγκη να ξεγελαστούμε, να πιαστούμε σαν το ψάρι στην απόχη...να νιώσουμε παιδιά...
12 σχόλια:
Αααχ, αρμυρίκι, τι ήταν και τούτο! Στην αρχή νόμιζα ότι διάβαζα κάτι νοσταλγικό και ήσυχο, θα σου έλεγα ότι στο απέναντι μπαλκόνι καθόμουν κι εγώ κι έψαχνα από πιο ψηλά τα δικά μου παιδικά όνειρα, αλλά μετά... μετά δεν είχα τι να πω βουβάθηκα απολύτως μέσα μου. Κρατώ την τελευταία σου παράγραφο και ιδίως αυτό που λες για τα καλοκαίρια που υπόσχονται πολλά, αλλά δίνουν λίγα...Να είσαι καλά που έγραψες ένα τόσο όμορφο κείμενο.Και που τους θυμάσαι όλους. Πάντα υπάρχει κάποιος που λες ότι υπήρξε ή υπάρχει για να θυμάται.
Ti ήταν τούτο, μας τελείωσες αγαπητέ μου John boy..
Eξαιρετικό!
Πανέμορφο!
Τρυφερό κι αληθινό .
Μου θύμισες πολλά μ'εκείνο το παράθυρο της πίσω αυλής.
Χαίρομαι που σ'ανακάλυψα :))
Καλό σου Βράδυ.
Υπέροχο, νοσταλγικό κείμενο. Τα καλοκαίρια της ζωής μας...
Ευχαριστώ πολύ όλους, Σταυρούλα, Κατερίνα, Aqua, Σα.
Δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση όταν προχτές το έγραφα μονορούφι...
Καλό καλοκαίρι σε όλους
Ένα τα ταξίδι μνήμης στα καλοκαίρια της αθωότητας.
Όμορφο κείμενο. Συγχαρητήρια.
Ευχαριστώ Δημήτρη, τα χρόνια πάντως της αθωότητας μπορεί να μην είναι μόνο τα παιδικά...
Μέσα σε ένα πόστ σου έκλεισες όλα μου τα καλοκαίρια στο χωριό..
Η γιαγιά που δέ ζεί πιά, το παράθυρο και όλο το σπίτι που έχει ανακαινιστεί, η παρεούλα, οι έρωτες, η δική μας Γωγώ που τη λέγανε Στέλλα και έφυγε νωρίς...και αυτή η παιδική φαντασία, τόσο καταπιεσμένη τώρα πια και χωρίς λόγο...
Ευτυχώς στο δικό μου χωριό δέν πιάνουν ακόμα κινητά, δέν ξέρουν τί είναι πιστωτική και οι γραφικοί πολλαπλασιάζονται..ελπίδα για το μέλλον!
...δώσε πράμα Patsiouri, μπήκες στο κλίμα κι εσύ!
Είναι τόσο όμορφο το καλοκαίρι. Και δεν άφησες καμία από τις ομορφιές του απέξω.
Καλώς τον Αντώνη...ευτυχώς το καλοκαίρι έχει πολύ περισσότερες ομορφιές απ΄ όσες περιγράφονται (;)
Γιάννη...Γιάννη λέω, η υπομονή μου εξαντλείται!!! χεχε Πέρασα απλά να σου πω ένα γειάάάάάά!
Δημοσίευση σχολίου