Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Running over the same old ground

Στις αρχές προς μέσα των 80's άκουγα στο ραδιόφωνο μανιωδώς τον Άκη Έβενη, που εκείνη την εποχή ήταν στα πολύ πάνω του, άλλες πάλι φορές συντονιζόμουνα στον Ηλία Ξυνόπουλο, έτσι για ποικιλία, που και που ξεστράτιζα και στον Τσαουσόπουλο, αλλά αυτός μου φαινόταν πολύ pop και ντάπα ντούπα και δεν ήταν πολύ του γούστου μου. Η αλήθεια είναι ότι δε μου πολυάρεσε ο βαρύς μακρόσυρτος ήχος της αισθησιακής, κατά τα άλλα, φωνής του Έβενη, αλλά ακριβώς μετά την δοξασμένη εποχή των ραδιοπειρατών με την κακή άρθρωση, «η Σούλα από Κολιάτσου αφιερώνει στον Μήτσο από Κολωνό κι ο Λάκης από Χαλάνδρι αφιερώνει στην Πίτσα από το Μενίδι», έμοιαζε σαν όαση...από την άλλη, ο Γιάννης Πετρίδης μου φαινόταν τότε αρκετά κομπλικέ...
Ο Έβενης λοιπόν θυμάμαι ότι έκανε κάτι εκπομπές ολίγον από όλα, ανακάτευε το heavy metal με τους Simply Red και την Μαντόνα με τους Pink Floyd, κάτι σαν το αλφαβητάρι της μουσικής δηλαδή στα χρόνια της εφηβείας.
Ένα απόγευμα λοιπόν που άκουγα την εκπομπή του Έβενη, μια συνομήλική μου που με γούσταρε πολύ, καθώς με τη φόρα που είχαν πάρει οι ορμόνες μου έμοιαζα μεγαλύτερος και αρρενωπότερος από τα άλλα τα μυξιάρικα κι αυτό φυσικά μετρούσε σε εκείνες τις ηλικίες, την οποία όμως κι εγώ πολύ την γούσταρα, όχι γιατί μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά γιατί απλά άρεσε στο μισό σχολείο - τόσο μυαλό είχα - μου πρότεινε λοιπόν να πάμε να δούμε τη Νοσταλγία του Ταρκόφσκι που μόλις είχε βραβευτεί στις Κάννες (!).
Το ΄πα στο σπίτι, άκουσαν Νοσταλγία, Ταρκόφσκι και Κάννες, σου λέει κάτι καλό θα ΄ναι τούτο, σκέφτηκαν ότι σε γενικές γραμμές καλό παιδί ήμουνα και δεν θα πήγαινα να δω, στις δύο η μία τσόντα δωρεάν (για αυτές δεν χρειαζόμουν τη γονική συναίνεση, πήγαινα στα κρυφά), ούτε την «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» με αιμοδιψή και σαρκοβόρα ζόμπυ κι έτσι πήρα την άδεια.
Στην πραγματικότητα, ήθελα να βγω με μια φίλη της που την γούσταρα περισσότερο, αλλά εκείνη όμως δεν γούσταρε εμένα, γιατί γούσταρε άλλον, ο οποίος όμως με τη σειρά του δεν την γούσταρε, γιατί απλά γούσταρε εμένα (!) - τόσο μυαλό είχε - αλλά αφού στη ζωή δεν μπορείς να έχεις πάντοτε αυτό που θες, παίρνεις αυτό που σου δίνεται και λες κι ευχαριστώ. (Απόφθεγμα σαραντάρη, τότε έλεγα άλλα).
«Πάμε της λέω», ποια ήταν η Νοσταλγία, ποιος ήταν ο Ταρκόφσκι, ποιος ήμουνα εγώ, ποια ήταν αυτή, σημασία δεν έδωσα, μπερδεμένα πράγματα από τότε, στην εφηβεία άλλωστε δεν διυλίζεις τίποτα και προκειμένου να δείξω ότι άρχιζα να αντιλαμβάνομαι την ποιότητα κι ότι διέφερα από τους άλλους, που την γούσταραν αλλά που έβλεπαν βιντεοταινίες με τον Στηβ Ντούζο, θα πήγαινα και θα έβλεπα και τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι και τον Μαγιακόφσκι κι όποιον άλλο μου ζητούσε - τόσο μυαλό είχα - παρακαλώντας από μέσα μου να μην είναι τίποτα σαν τον Αγγελόπουλο, που κάτι σκιαχτικά είχα ακούσει τότε για το ύφος των ταινιών του.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας γελάσαμε πολύ, όχι γιατί ήταν για γέλια, κάθε άλλο, αλλά γιατί πλέον είχαμε καταλάβει ότι εάν ένα πράγμα δεν το έχεις κάνει κτήμα σου, ή δεν είναι η ώρα σου να το κάνεις, δεν είναι ανάγκη να υποκρίνεσαι για να εντυπωσιάσεις, γιατί απλά θα γελοιοποιηθείς. Αυτά όμως τα μαθαίνεις στην πορεία της ζωής, που πολύ αμφιβάλω τελικά εάν τα μαθαίνεις, για αυτό συχνά πυκνά γίνεσαι ρεντίκολο χωρίς να το καταλάβεις.
Φύγαμε λοιπόν στα μισά της ταινίας γιατί δεν αντεχόταν άλλο και πήγαμε σε μια συνοικιακή ντισκοτέκ της κακιάς συμφοράς, από εκείνες τις χαμηλοτάβανες με τα πολύχρωμα φωτορυθμικά πάνω από το κεφάλι σου, που σε έκαναν να μοιάζεις σαν αστροναύτης της ΝASA έτοιμος να εκτοξευθείς στον πλανήτη Ανδρομέδα και ακούγαμε το «επαναστατικό» Papa don’t preach και το «ηθικοπλαστικό» Like a virgin της Μαντόνα, μια βραδιά Σεπτεμβρίου καλή ώρα, το βλέμμα και το σώμα αχόρταγα να στροβιλίζονται και να απογειώνονται στο πουθενά, ο Σαρωνικός κρυμμένος στο βάθος, ανάμεσα από τις ρυπαρές πολυκατοικίες να λαμπυρίζει με τη φεγγαράδα και με ένα άγχος να γυρίσουμε στις δώδεκα ακριβώς, λες και θα χάναμε το άρβυλο στα σκαλιά της ντίσκο, το λεωφορείο θα μεταμορφωνόταν σε αραμπά και εμείς σε Αντρέι Γκορσακόφ, τον κεντρικό ήρωα της «Νοσταλγίας», που μόλις είχαμε μισοδεί.
Κάπως έτσι πάντως μάθαμε την Μαντόνα, λίγο από τις ντισκοτέκ της εποχής, λίγο από τον Έβενη και τους άλλους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, μια εποχή που εκείνα τα μαγικά ερτζιανά ανακάτευαν, χωρίς play list και πολλές διαφημίσεις, την Μαντόνα, την Whitney Houston, τους ACDC, τους Men at Work, τους Pink Floyd, την Carmina Burana και τον Θωμά Μπακαλάκο. Κόλαση! Πόσα να επεξεργαστεί το ήδη μπερδεμένο εφηβικό μυαλό...

Τι κρίμα, σκέφτομαι σήμερα, που γνώρισα έτσι τον Ταρκόφσκι, την στιγμή δηλαδή που δεν έπρεπε, τον ποιητικότερο των σκηνοθετών και τι ωραία που χόρεψα με τη μουσική της Μαντόνα, την πιο pop από όλους, τη χρονική στιγμή που ακριβώς έπρεπε…

Η Μαντόνα είναι εδώ κι όπως θα έλεγε κι ένα Δελτίο Τύπου της συμφοράς: «για να θυμηθούν οι παλιοί και να την γνωρίσουν οι νεότεροι»…
Ποιοι παλιοί και ποιοι νέοι, κάποιοι άνθρωποι έχουν ηλικία από την ώρα που γεννιούνται και κάποιοι άλλοι δεν αποκτούν ποτέ…
Την πορεία της Μαντόνα δεν την παρακολούθησα είναι η αλήθεια, δεν με ενδιέφερε, δεν μπήκα καν στον κόπο να αναρωτηθώ εάν μου άρεσε ή όχι, απλά μου ήταν εντελώς ουδέτερη, ούτε κρύο, ούτε ζέστη κι όχι γιατί δεν ήταν ποιοτική, χέστηκα, δεν θα μου ρίξει δα το επίπεδο η Μαντόνα - ωιμέ τι λέω, ένας οπαδός του Χατζιδάκι και των Pink Floyd - εδώ δε μου άρεσε άλλωστε ποτέ η Λένα Πλάτωνος κι ο Λουδοβίκος των Ανωγείων που κάποιοι κόβουν φλέβα…
Η Μαντόνα δεν με έκανε να ονειρευτώ, δεν με «ταξίδεψε», αλλά ούτε γέμισε και με μουσικά τοξικά απόβλητα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα, απλά χόρεψα «μαζί της» την ώρα που έπρεπε κι αυτό μπορεί να ήταν κάτι, όπως ακριβώς «χτυπήθηκα» σωματικά και ψυχικά και με τους Pink Floyd κι αυτό αρκεί…
Η Μαντόνα απλά θα υπάρχει πάντα εκεί, εγκλωβισμένη μέσα σε μια παγωμένη χρονοκάψουλα, μικρό κομμάτι ενός παζλ, που έπρεπε οπωσδήποτε να συμπληρωθεί την κατάλληλη χρονική στιγμή και τίποτε άλλο, σαν το μουρουνόλαδο με γεύση πορτοκάλι που μου ΄δινε η μάνα μου παιδί, δεν το είχα ανάγκη αλλά το έπινα, σήμερα δεν το πίνω που να με πληρώνεις…

4 σχόλια:

patsiouri είπε...

Και????????????
Θα πας??????????/

Ανώνυμος είπε...

Γειάσου Γιαννάααακη μουυυυ!καλό Χειμώνα πρώτον,έυχομαι να πέρασες καλά στας διακοπάς..!!χιιχιχι!ε,ναί έχω να πώ ότι έχεις απόλύτο δίκιο..τώρα πιά κάπως έτσι έχει καταντήσει η όλη κατάσταση με αυτή την κυρία...πολύυυυυυυ λίγα μπορώ να πώ είναι τα 'σουξεδάκια'της που γουστάρω να ακούω....ακόμη και αυτά μό-νο ως ανάμνηση (γλυκιά) μιάς άλλης εποχής πιό αθώας και πιό τρυφερής ίσως...κι εγώ αγαπώ τρελλά τον Χατζιδάκι..και πολλούς άλλους που έγραψαν ιστορία στο τραγούδι και που ύψωσαν τη μουσική και που την έβαλαν στη ψηλότερή της θέση....και μεγαλούργησαν και φυσικά δεν μπορώ με τίποτε να συγκρίνω το 'Χαμόγελο της Τζοκόντα' με το οποίο μεγάλωσα και το ακούω από τα γεννοφάσκια μου ακόμη...ναί,ναί από το γεννοφάσκια μου κι όμως!...με τα τυποποιημένα και άθλια πολλές φορές 'σκουπίδια' που πλασάρει το αμερικάνικο στάρ σύστεμ...και με τα προιόντα του.. που δίνουν μόνο τεράστια ποσοστά χρηματικά πάντα στις αμερικάνικες δισκογραφικές...(όπως είπα και σε έναν άλλο φίλο σήμερα για το θέμα της κυρίας Μανδόνα-όπως την αποκαλεί!!)...αλήθεια το ήξερες ότι το μικρό της όνομα σημαίνει-'Παναγία'στα ιταλικά;;;;κάθε άλλο παρά 'Παναγία'υπήρξε στη ζωή της παρ αυτά χιιιιχιχιιχχι!πάντα Γιαννάκη υπάρχει περιθώριο επιλογής και δοκιμών σ αυτή τη ζωή!!!...φιλάκια,Αθανασία.

Τζων Μπόης είπε...

@ Patsiouri, δεν πήγα γιατί δεν προνόησα, θα παιρνούσα καλά, φίλοι της ίδιας "στρατολογικής" κλάσης με τη δική μου το ευχαριστήθηκαν!

@ Αθανασία, καλώς όρισες.
Μην τα μπερδεύεις, το Χαμόγελο της Τζοκόντα το άκουγα κι εγώ αλλά μαζί με τη Μαντόνα, και τα δύο μου έδιναν κάτι, το οποίο τότε δεν μπορούσα να το προσδιορίσω.
Και τα σουξεδάκια έχουν κι αυτά λόγο ύπαρξης, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή ακούγοντας μόνο Χατζιδάκι!

candyblue είπε...

που ναμε πληρώνεις...ουτε γω!
Πολύ όμορφο ποστ.