Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Το παραλήρημα του Golden Boy

Είχα να τον δω πολύ καιρό και που να το φανταζόμουνα δηλαδή ότι θα τον έβλεπα σε εκείνο το σημείο, στο πιο απίθανο δηλαδή μέρος για ανθρώπους σαν κι αυτόν!
Η αλήθεια είναι ότι όταν συναντώ κάποιον τον κοιτώ απευθείας στα μάτια κι όχι σε αυτά που φοράει ή σε αυτά που κρατάει, έχω κι ένα επίπεδο να διαφυλάξω, ξέρετε.
Εκείνη τη φορά όμως, τα δύο μου περίεργα μάτια αντί να κατευθυνθούν αυτόματα πάνω στα δικά του, πήγαν τα άτιμα και καρφώθηκαν σε αυτό που κρατούσε, δηλαδή πάνω σε μια πλαστική σακούλα από εκπτωτικό σούπερ μάρκετ! Ε όχι, αυτό πήγαινε πολύ, μα πριν προλάβω να επεξεργαστώ αυτή την οπτική πληροφορία στο μυαλό μου, με την άκρη του ματιού μου συνειδητοποιούσα ότι μαζί με τη τσάντα από το εκπτωτικό σούπερ μάρκετ κρατούσε κι άλλη μία από στοκάδικο, από το οποίο μόλις είχε εξέλθει.
Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς είπα και συνέχισα σκεπτικός την πορεία μου.
Παλιά δουλεύαμε μαζί, καθόμασταν στα διπλανά γραφεία κι από τον ένατο όροφο του κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας, βλέπαμε κι οι δύο καρφί απέναντί μας την Ακρόπολη, φοβερή θέα, εμείς όμως ζούσαμε με εκείνο το όνειρο, το τρελό, το απατηλό, ότι κάποια μέρα θα βλέπαμε μόνο το Empire State Building απέναντί μας. Αυτό πάντως ήταν το ωραιότερο γραφείο που βρέθηκα ποτέ, εάν και τα έπιπλα θλιβερά, το χρώμα στους τοίχους γκρίζο, άσε που εκείνη την εποχή μοιραζόμασταν έναν υπολογιστή ανά δύο γραφεία, άσε που δεν είχαμε και internet, άσε που γράφαμε και με Bic, μιλάμε δηλαδή για προϊστορική τεχνολογικά εποχή, αλλά βρε παιδί μου, τότε δούλευες για το ονόρε, για το γαμώτο, έλεγες μέσα σου: «ρε δεν θα φτάσω κι εγώ εκεί ψηλά κάποια μέρα; θα φτάσω! δεν θα έχω το δικό μου σούπερ ντούπερ γραφείο από ξύλο τικ, τη δικιά μου γραμματέα, μια Mont Blanc για αρχή βρε αδερφέ να έχω να υπογράφω το κατιτίς μου και μετά παίρνω και την Cartier», τα έλεγες μέσα σου αυτά και τα πίστευες κι από πάνω, φανταζόσουνα μεγαλεία και χλιδή, να υπογράφεις χαρτιά, να προσλαμβάνεις και να απολύεις, να πουλάς και να αγοράζεις μετοχές σαν τον Charlie Sheen στο Wall Street, να ζητάς από τη γραμματέα σου να σου κάνει καπουτσίνο και μασάζ στην πλάτη κι ότι άλλο σου έκανε ευχαρίστηση, να βγαίνεις έξω στη μάζα του γραφείου και να κατεβάζεις καντήλια, ντέρτυ μάδερ φάκερς και σαν οβ ε μπιτς, γιατί δεν πρόλαβαν το deadline το γαμημένο, να τρέχουν από πίσω σου οι γκόμενες κι εσύ να τις βάζεις στην κάμπριο Mercedes και να σκίζεις σαν τον Σουμάχερ την παραλιακή, γιατί ουαί κι αλοίμονο εάν έκανες διαφορετικά, το σύστημα σε ήθελε μέσα στη φιλοδοξία και στο γκλάμουρ, σε ήθελε ιλουστρασιόν, γιατί εάν δεν ήσουν πιστός στις προσταγές του career orientation, ωχού μανούλα μου, θα σε ξέρναγε το πρόστιχο και μετά άντε να φιλάς κατουρημένες ποδιές μπας και σε πάρει κανένα αφεντικό στη δούλεψή του για τρεις κι εξήντα, να κολάς τα ένσημα με το σάλιο στην καρτέλα! Ντεκαντάνς και πάλι ντεκαντάνς δηλαδή, ειδικά για ένα εκκολαπτόμενο golden boy των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’90, η έλλειψη φιλοδοξίας τέτοιου βεληνεκούς ισοδυναμούσε με χαβιάρι χωρίς σαμπάνια, με ροκφόρ χωρίς τη μούχλα, με σούσι χωρίς το φύκι!
Εκείνη λοιπόν την εποχή κατεβαίναμε από το συγκεκριμένο κτίριο και χτυπάγαμε καμιά τυρόπιτα κουρού από τους Μερακλήδες στην Αιόλου, πίναμε καμιά μπυρίτσα στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων (ε ναι Amstel τι άλλο, μετά μάθαμε τη Leffe), στο τσακίρ κέφι χτυπάγαμε και κανένα κοψίδι από τον Τέλη στην Ευριπίδου, ο οποίος μία παραμονή Πρωτοχρονιάς - μια που άνοιξα την καρδιά μου και τα λέμε τώρα μεταξύ μας δηλαδή - που έπρεπε να κάτσουμε έως αργά (τι σκατά golden boys θα γινόμασταν εάν δεν κάναμε αλλαγή του χρόνου με τη γραβάτα στο γραφείο, μου λέτε;) πήγαμε λοιπόν στου Τέλη, αλλά επειδή τραπέζι δεν βρίσκαμε με τίποτα, γιατί μας είχαν προλάβει κάποια άλλα εκκολαπτόμενα golden boys από την ανταγωνίστρια επιχείρηση, ο…μαιτρ μας φέρθηκε δερβίσικα και καραμπουζουκλίδικα και μας πέταξε (στην κυριολεξία) στα όρθια μερικές μπριζόλες να στηλωθούμε τα έρμα τα άγουρα τα golden boys, τις οποίες βεβαίως τις καταβροχθήσαμε σαν τα όρνια στο πόδι σε ένα παγκάκι στην πλατεία Κουμουνδούρου, πριν πάρουμε το λεωφορείο της γραμμής για το σπίτι και κάνουμε αλλαγή του χρόνου κι εμείς πολιτισμένα.
Τα χρόνια πέρασαν σαν νερό όμως, εμείς περάσαμε τα σαράντα, δόξα το Θεό, με λίγες μόνο εκδορές και μόλωπες από το πολύ το career orientation, το self motivation και το work under pressure, αποκτήσαμε κάποιες θέσεις που ονειρευόμαστε τρίβοντας παντελόνια και μανσέτες στα γραφεία, εντάξει, γλύφοντας και κανένα κώλο στην ανάγκη, αποκτήσαμε και μερικές καλοζωισμένες κοιλίτσες και μερικούς ασημί κροτάφους (γιατί αυτή είναι γοητεία στον άντρα τον πετυχημένο και τον businessman), βγάλαμε τα μάτια μας στις οθόνες του υπολογιστή και κάποια φράγκα από μπόνους που βεβαίως τα φάγαμε στα μπουζούκια και στα λέλουδα, πότε στη Γαρμπή, πότε στο Νότη και πότε στην Πρωτοψάλτη και στον Κραουνάκη, γιατί ώρες ώρες είχαμε κι ένα επίπεδο, χτυπήσαμε και δύο-τρία Λονδίνα, μερικά Παρίσια, εντάξει βάψαμε και το εξοχικό, γευτήκαμε σούσι και σαμπάνια, στη ζούλα χτυπούσαμε και κανένα βρώμικο στο Μοναστηράκι, δοκιμάσαμε και λίγο χαβιάρι και τρούφα, γιατί τι να το κάνεις το μάστερ οβ σάιενς άνθρωπέ μου εάν δεν μπορείς να το εξαργυρώσεις με λίγο μπελούνγκα και μπρίκ, αλλάξαμε και το σαραβαλάκι με κάτι πιο σουλουπωμένο και στιλάτο, φορέσαμε κι ένα Brioni, ένα Ferragamo, ένα Canalli, μπήκαμε άγρια και στο κανάλι, το ρίξαμε στα σκληρά της φανταιζί βιοπάλης, δώσαμε τον ιερό όρκο του μάνατζερ ότι στόχος είναι λεφτά που λέει και η αοιδός κι ότι sky is the limit, γιατί όπως ο δράκουλας ζει από το αίμα, ένα golden boy ζει από τη φιλοδοξία και στην πορεία, αφού καταλάβαμε ότι πριν να μας πάρουν τέσσερις κι ο παπάς πέντε, και αντί οι δόλιοι να αποκτήσουμε μεζονέτα με πισίνα στην Πολιτεία, φλερτάραμε με το λευκό δωματιάκι του Δρομοκαϊτείου, με τα χεράκια όχι ψηλά που λέει κι ο Χατζηγιάννης, αλλά δεμένα ζαλιά πίσω που λέω εγώ ο Γιάννης, αποτοξινωθήκαμε και φωνάξαμε απεταξάμην και απελθέτω απ΄εμού το ποτήριον τούτο, λουφάξαμε στην ευζωία του απλού υποτιμημένου μισθού και της μικροαστικής ζωής μας και τώρα που δεν μας έμεινε δεκάρα τσακιστή, διαπιστώνοντας ότι όχι απλά golden δεν είμασταν αλλά ούτε από ζιργκόν, τρομάρα μας, ανακαλύψαμε - ευτυχώς δηλαδή - τα στοκάδικα και τα no name.
Πάντως βρε παιδί μου το θέαμα ήταν κάπως σοκαριστικό μόλις τον είδα, από το συνοικιακό ρουχάδικο στα Brioni κι από τη χύμα ρετσίνα στo Château Lafite Rothschild χρειάστηκαν κάποια χρονάκια, όμως - την τύχη την κακούργα και την άπονη - από τα Brioni στo στοκάδικο κι από το ακριβό ντελικατέσεν στα no name γιαούρτια χρειάστηκαν μόλις μερικοί μήνες, που να το πεις και που να το ομολογήσεις και να μη σε μουντζώσουν χειροπόδαρα, κι όχι τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά σκέφτομαι κι εκείνη τη φουκαριάρα τη μάνα του που του είχε χαρίσει σταυρό Gavello όταν έγινε manager!

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Lafite, ε;

...

Έχει μείνει κανένα μπουκαλάκι άσφαχτο;

ΥΓ Πολύ καλογραμμένο το ποστ, πολύ "φωτογραφικό"...

fieryfairy είπε...

χειμαρρώδες!
Από τα αλώνια στα σαλόνια και πάλι πίσω ε;

Τζων Μπόης είπε...

@ Mpampakis,
Lafite δυστυχώς τέλος, τώρα πια μόνο Μαλαματίνα :)

@ Fieryfairy,
όπως λέμε, σαν ταξιδάκι αναψυχής, μ΄ ένα κρυμμένο τραύμα

scalidi είπε...

Αυτός σε κοίταξε; Τι να σκέφτεται άραγε;
Από τα καλύτερά σου κείμενα. Ακτινογραφία μιας γενιάς.

Τζων Μπόης είπε...

σκέψου ότι μπορεί και να έγραψα αυτό που καθρεπτιζόταν στα δικά του μάτια...

scalidi είπε...

Αυτό σκέφτηκα, γι' αυτό δόλια σε ρώτησα ;)
Γενναίο πάντως να ξέρεις.

Ανώνυμος είπε...

Δύσκολες εποχές για πρίγκηπες, λέω

----------------
Σαν το ψάρι σε έχω πιάσει Τζώννυ Μπόυ, απο το κεφάλι ξεκίνησα και πάω ολοταχώς για την ουρά!
Καλή Σαρακοστή