Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Getting away with it all fucked up



Άφησα το ποτό μου πάνω στην  μπάρα και έπιασα την κουβέντα με τον μπάρμαν, θα ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, είχα μάλλον να πω και να πιω πιο πολλά μαζί του από ότι με τους άλλους. Αν ήμουν κι εγώ εικοσιπέντε θα πηδούσα την μπάρα, θα έφτιαχνα μερικά ποτά, μπορεί να κερνούσα και κρασί μόνο, δεν τα πάω καλά με το υπόλοιπο αλκοόλ, μετά θα καθόμουν στην κονσόλα και θα έβαζα μουσική, τη δική μου μουσική, όχι εκείνη που μαζεύει τον κόσμο και τον ξεσηκώνει, αλλά αυτή που τον διώχνει και κρατάει μόνο τους λίγους, εκείνους που δεν «έληξαν», εκείνους που το παλεύουν ακόμα.
Κρατήθηκα πριν τη δρασκελιά κι άρχισα να αστειεύομαι και να κουτσομπολεύω όσους κι όσες έβλεπα. Δεν το «είχα», το πάλευα. Δεν μου έβγαινε αυθόρμητα, το προσπαθούσα.   
Γύρω μου κάποιοι κουρασμένοι τύποι στην ηλικία μου προσποιούνταν ληγμένη διασκέδαση. Δεν το πάλευαν, ληγμένοι κι οι ίδιοι.
Ένας-δύο έμοιαζαν σαν ξένο σώμα, να βρίζουν από μέσα τους την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκαν εκεί και καθώς υπήρχε περισσότερο κέφι στην μπάρα, άρχισαν κι αυτοί να καταφθάνουν πριν πεθάνουν από ανία.
Οι εποχές που μετά τις ατέλειωτες ώρες στο γραφείο καταλήγαμε να ξαποσταίνουμε σε κάποιο μπαράκι για να αποσυμπιεστούμε από την ένταση της ημέρας, να αστειευτούμε, να φλερτάρουμε, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Οι ατέλειωτες ώρες γραφείου εξαργυρώνονταν με την προοπτική της καριέρας, πληρώνονταν με την προσδοκία μιας προαγωγής, ενός bonus, μιας θέσης ισχύος, να γίνεις κάτι, να πας τη ζωή σου μια θέση παραπέρα, να βγάλεις και λεφτά…από φιλοδοξία; ναι, από φιλοδοξία, γιατί όχι, ακόμα κι αυτό «ποινικοποιήθηκε» σε αυτό τόπο. "Είσαι φιλόδοξος", μου έχει πει κάποτε κάποιος, και μου το έλεγε λες και με έφτυνε στα μούτρα. Αν φιλοδοξία είναι να μην βουλιάζεις στα ίδια και στα ίδια, ναι, τότε αυτό είμαι.    
Μετά όμως από τόση προσπάθεια, τόσο κόπο, τόση κούραση, τόσες ελπίδες, τι καταφέραμε, ούτε καν μια τρύπα στο νερό…
Τότε ήξερες ότι κουραζόσουν αλλά «αγόραζες», σήμερα ξέρεις ότι κουράζεσαι αλλά πληρώνεις.
Μετά από χρόνια καταπόνησης και τροφοδοσίας της κιμαδομηχανής με κρέας, το δικό μας κρέας, το σύστημα μας λέει ότι μπαγιατέψαμε και μας παραδίδει βορά στα όρνια. Είμαστε αναλώσιμοι, λένε...ναι είμαστε για εκείνους, εμένα όμως δεν με ανάλωσα ακόμα.  
Στο μπαράκι μετά το γραφείο δεν θα δεις πλέον ματιές να διασταυρώνονται τυχαία, δεν θα ακούσεις φρέσκα πειράγματα και γέλια, δεν θα ακούσεις έξυπνα αστεία, δεν θα εισπράξεις φλερτ, δεν θα ηλεκτριστείς από ένα τυχαίο άγγιγμα, αντιθέτως θα αναμετρηθείς με προγράμματα εθελουσίας εξόδου, με χαράτσια, με έκτακτες εισφορές, να φύγω, να μείνω, να πάω που, ληγμένα οιστρογόνα και τεστοστερόνες.
«Τη γαμήσαμε», μου ψιθυρίζει ένας φίλος στο αφτί και γελά πικρόχολα, καθώς τσουγκρίζουμε τα ποτήρια. Είναι κι αυτός από τους ληγμένους που το παλεύουν.
«Δεν με χαλάει να την γαμήσουμε, ίσα ίσα που μ΄αρέσει κιόλας, το θέμα είναι να μην γαμιόμαστε εμείς», του απαντώ.
Είναι που μεγαλώσαμε και αφυδατωθήκαμε, είναι που μας έριξαν στα βράχια και προσπαθούμε να πιαστούμε από κάποιο σανίδι του ναυαγίου…μα οι περισσότεροι είμαστε ήδη ναυαγοί, γιατί κάποιοι βούλιαξαν εντελώς, κάποιοι παραδόθηκαν και κάποιοι ακόμα το παλεύουν;

Σιγά σιγά, κάποιοι άρχισαν να φεύγουν, μερικοί βαριεστημένα, μερικοί ανακουφισμένα, κάποιοι άλλοι - ίσως γιατί δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν, ή ίσως γιατί είχαν εθιστεί σε αυτήν την παρακμή - παρέμεναν ακούνητοι, με βλέμματα άδεια κι ένα ποτήρι στο χέρι να κοιτούν το κενό, κάποιοι άλλοι όμως, δυο-τρεις, οι λιγότεροι, οι λίγο πιο ξεροκέφαλοι, ίσως και οι λίγο πιο φοβισμένοι, μαζεύτηκαν στην μπάρα, έκατσαν μαζί μας, εμείς κι εμείς, ίδιοι όλοι, στην ίδια όχθη, ο μπάρμαν κέρασε μερικά ποτά και κάπως έτσι άρχισαν εκείνα τα πειράγματα και τα γέλια που κάναμε κάποτε, πλέον κρυφά, υποχθόνια, συνομωτικά, λες και βγάλαμε τα κλοπιμαία από τις σακούλες και μοιράζαμε τα λάφυρα της κλοπής μεταξύ μας, λες και κάναμε πλιάτσικο στα δικά μας υπάρχοντα, εκείνα που μας κατάσχεσαν με βία, λες και αλλάξαμε παράνομα την ετικέτα στην συσκευασία και προσθέσαμε χρόνο στην ημερομηνία λήξης…
Εμείς κι εμείς, οι λίγοι, οι "ληγμένοι", οι ξεροκέφαλοι, οι φοβισμένοι, οι γαμημένοι, οι ζωντανοί...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

κερνω ποτακι με την πρωτη ευκαιρια. ειμαι κι εγω στο γκρουπ της τελευταιας προτασης νομιζω. φιλια πολλα. Ανευ Χ.

Τζων Μπόης είπε...

Δεκτό και ανταποδίδω.

(ναι, κι εσύ από αυτούς είσαι...)

Καλό σαββατοκύριακο να έχεις

thinks είπε...

Το διάβασα μερικές φορές και μ' αρέσει πολύ -και όπως πάντα καλογραμμένο. Δεν ξέρω αν είναι βάση σχετικής εκπαίδευσης ή ταλέντο, αλλά ξέρεις την αρχιτεκτονική του λόγου και του διηγήματος. Την ατμόσφαιρα των ατόμων που περιγράφεις, σε καλές και όχι τόσο καλές εποχές, την ξέρω και την έχω αποβάλει, προσωπικά... είναι ένα μέρος της rat race που αφού ενσυνείδητα αποφάσισα να μην είμαι πια μέρος της μετά από 20 χρόνια, την κοιτάω και την καταλαβαίνω... Είναι αποκαρδιωτικό να ζει κανείς σε τέτοιες ατμόσφαιρες... θα πάρει και 20-30 χρόνια να ξαναγυρίσει ο τροχός... πρέπει να βρει ο κόσμος καινούργιο νόημα και εκφράσεις τώρα... δεν μπορούμε να σπαταλήσουμε μιά-δυό γενιές...

Τζων Μπόης είπε...

Καλημέρα Δημήτρη

Σε αυτό που αναρωτιέσαι στην αρχή του σχολίου σου, μάλλον δεν έχω απάντηση, ή μάλλον έχω, ακούω μουσική :)
Δυστυχώς αυτές τις γενιές που λες τις χάσαμε ήδη, αλλά τις χάσαμε έχοντας κατά νου τι ακριβώς χάνουμε. Οι νέες γενιές θα διαμορφώσουν μια άλλη κατάσταση.
Έχουν να παλέψουν όμως με όσα τους παραδίνουμε κι με όσα ονειρεύονται. Πιστεύω θα βρουν το δρόμο τους και είτε θα μας συμπονέσουν, είτε θα μας μουντζώνουν.