Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Σχοινοβάτες


 
Νιώθω να βρίσκομαι πάνω σε μια καμπή του χρόνου και το λέω αυτό γιατί ενώ πάντα βρισκόμαστε πάνω σε καμπές, είναι κάποιες στιγμές που το καταλαβαίνουμε κι άλλοτε όχι.
Αυτή τη στιγμή το καταλαβαίνω έντονα και το νιώθω και πάνω μου, το βλέπω στα πρόσωπα των φίλων μου και των δικών μου, το αντιλλαμβάνομαι στις κουβέντες που ανταλλάσουμε, στα θέματα που διαπραγματευόμαστε, στις ματιές που διασταυρώνουμε, το βλέπω κάθε πρωί καθώς στέκομαι μπροστά από τον καθρέπτη μου και με κοιτώ βαθιά στα μάτια.
 
Χτες σε μια συνάντηση, κάποια γούρλωσε τα μάτια όταν της είπα την ηλικία μου, μου είπε ότι δεν θα με έκανε ούτε καν για σαράντα. Κολακεύτηκα κι ας ήξερα ότι ουσιαστικά για μένα δεν είχε ιδιαίτερη αξία η παρατήρηση. Σήμερα που κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέπτη, μετά από ξενύχτι, με το αλκοόλ να ρέει ακόμα στο αίμα μου, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, με τα ντεσιμπέλ να κουδουνίζουν ακόμα στα αφτιά μου, αξύριστος, με τα μαλλιά άνω κάτω, με τις σκοτούρες να με έχουν ρίξει στα σχοινιά του ρινγκ, γέλασα πικρόχολα...
Ποιός όμως δεν αποζητά ακόμα και την αθώα κολακία, ακόμα κι αν ξέρεις ότι μπορεί να εμπεριέχει και μια δόση υπερβολής, ποιός είπε ότι η ανασφάλεια είναι μια απαραιτήτως κακή ασθένεια, ποιός είπε ότι όλα θα πρέπει να λειτουργούν ορθολογικά και με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού, ποιός είπε ότι ακόμα και οι ισχυρές άμυνες δεν πέφτουν με την πρώτη απρόσμενη επίθεση του εισβολέα;
Θυμάμαι τον εαυτό μου, ένα παιδί συνεσταλμένο, ντροπαλό, εύθραυστο να δίνει μάχες με τις ανασφάλειες του, φοβόμουν να μην πληγωθώ κι έχανα και τις πληγές και τις ομορφιές και βλέπω πλέον έναν άντρα που κάποια στιγμή πήρε ανάποδες και τα γάμησε όλα, έγινε τολμηρός, πέταξε την πανοπλία και βγήκε στη μάχη, όχι με όπλα, αλλά με λευκό πανί και παραδόθηκε στον κάθε εισβολέα κι ας πάλευε μέσα του με τις ανασφάλειες και τους δαίμονές του. Πλέον τρώω τα μούτρα μου άσχημα και στραπατσάρω τον εαυτό του σκόπιμα, τον κάνω κουρέλι, πλέον το απολαμβάνω, έτσι τον αγαπώ περισσότερο, τσαλακωμένο, ίσως κι αυτό να επιζητούσα πάντα, το οξυγόνο μου ήταν ακριβώς αυτό, να βουτάω στα βαθιά κι όχι να κρατάω άμυνες κι ας γκρεμοτσακίζομαι από το σχοινί κι ας παθαίνω ασφυξία από τα βάθη, από το ένα άκρο πήγα στο άλλο, τα τελευταία χρόνια κολύμπησα στα βαθιά, δεν ξέρω τι θα πει ισορροπία, κι ας είναι η ευχή που πάντα δίνω στους άλλους, πιο πολύ το λέω για να τα ακούσω εγώ, αν και κατά βάθος τη φοβάμαι την ισορροπία, μου φαίνεται μια χλιαρή κατάσταση, ένας δρόμος ευθύς, χωρίς στροφές, ένα σκηνικό χωρίς συναρπαστικά τοπία και εμένα τελικά μου αρέσουν οι ανοιχτές θάλασσες, τα βουνά, οι κορυφογραμμές κι όχι οι απέραντες πεδιάδες με τα γαλήνια τοπία και τα λιβάδια με τους ανθούς, μου αρέσει να χώνομαι μέσα σε αγκαλιές, να μυρίζω το ανθρώπινο σώμα, χωρίς αυτό το άρωμα καλύτερα να πέθαινα, εκείνο που κάποτε φοβόμουν, το αγάπησα στη συνέχεια σαν τρελός, γιατί αισθανόμουν να είναι το μοναδικό μου καταφύγιο κι ας έβρισκα μέσα του άλλοτε μια φλόγα για να ζεσταθώ, κι άλλοτε λύκους να με κατασπαράξουν, άφηνα και τη φωτιά να με κάψει και τα δόντια του λύκου να χωθούν βαθιά στη σάρκα μου κι αυτός ο πόνος ήταν πάντοτε πιο γλυκός από την ασφάλεια της άμυνας σε κάθε τι άγνωστο.
 
Σε αυτή την καμπή, πάνω σε ένα σκαρί που πλέον ταλανίζεται από επαγγελματικές θύελλες, από γενικότερη απορρύθμιση κι από προσωπική και οικογενειακή ωριμότητα, είναι κι η ωριμότητα καμιά φορά παραπλανητικός σύμβουλος, έρχεται ο παλιός μου εαυτός, εκείνο το εύθραυστο, ανασφαλές παιδί και κοντοστέκεται μπροστά μου και έτσι καθόμαστε και μετράμε μαζί ανασφάλειες, διαψεύσεις, φοβίες, επιθυμίες κι αγωνίες, στην παρέα έρχονται και κάποιοι φίλοι και κουβαλούν κι εκείνοι τους δικούς τους εαυτούς, ή τουλάχιστον όσους μπορούν να φέρουν μαζί τους, όσους αντέχουν να εκθέσουν και γινόμαστε όλοι μια αγκαλιά, όλοι ανισόρροποι τελικά, εραστές της πλατιάς θάλασσας των συναισθημάτων, σχοινοβάτες πάνω σε ένα εύθραυστο σχοινί που τρεμοπαίζει, καθώς το ταρακουνούν οι δεκάδες εαυτοί μας, άλλος το τραβά από εδώ, άλλος από εκεί και καθώς κοιτάς κάτω και δεν βλέπεις δίχτυ ασφαλείας σε πιάνει ο πιο όμορφος φόβος.
 
Τα τελευταία χρόνια παρέδωσα ακόμα και τα κλειδιά του κάστρου μου, έγινα χώρος κατάληψης από αντιεξουσιαστές της σιγουριάς και της ασφάλειας των συναισθημάτων, από εραστές της «ανομίας» κι έβγαλα από μέσα όλους εκείνους τους οπαδούς της «νομιμότητας», καθώς τα "ΜΑΤ" της συμβατικότητας με πλάκωναν στο ξύλο και κάπως έτσι έφαγα τα μεγαλύτερα στραπάτσα, συνάντησα όμως και μερικούς ανθρώπους που «μύριζαν» υπέροχα, απολαυστικά κι έτσι από το κρύο πέφτω στη ζέστη κι από την θαλπωρή στην παγωνιά, από την κορυφή στα βάραθρα, από τις κοιλάδες στις βουνοκορφές, από την κατάληψη στην εκκαθάριση και συνεχίζω να σχοινοβατώ μαζί με άλλους κι αν τελικά πέσουμε, τουλάχιστον θα ξέρουμε ότι αυτή η σχοινοβασία είναι το ωραιότερο ταξίδι της ζωής...

6 σχόλια:

thinks είπε...

Μου θυμίζεις που μου έλεγε πάντα ο πατέρας μου ότι "ανάμεσα στον πάνω δρόμο και τον κάτω δρόμο υπάρχει και ο δρόμος της γκαμήλας", και εγώ του απαντούσα "ναι, αλλά ο κάτω δρόμος είναι σκοτεινός, ο δρόμος τη γκαμήλας πληκτικός, και αν και ο πάνω δρόμος είναι επικίνδυνος και όλο και γλιστράς, πέφτεις, και ξανανεβαίνεις, η θέα από τον πάνω δρόμο είναι καταπληκτική!"

Jolly Roger είπε...

Πολυ ωραιο κειμενο. Το διαβασα 3 φορες, για να νιωσω την καθε του λεξη.

Δεν γραφω τιποτα περισσοτερο για να μην το χαλασω.

Τζων Μπόης είπε...

Καλημέρα Δημήτρη,

Το κείμενο γράφτηκε ακριβώς λίγο μετά από μια κατρακύλα από τον πάνω δρόμο, τουλάχιστον χάρηκα την κατάβαση :)

Τζων Μπόης είπε...

Πειρατή, σε ευχαριστώ πολύ.

Προφανώς το κείμενο χτύπισε κάποια χορδή σου...

Marina είπε...

Τα κείμενά σου είναι ισάξια των φωτογραφικών σου αναζητήσεων. Μαζί ξεδιπλώνονται και απλώνονται σαν τραχανάς στον ήλιο. Γεμάτα με ζωή.


Ἄσ᾿ τὴ βάρκα...

Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;

Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει. "

Τζων Μπόης είπε...

Μαρίνα σε ευχαριστώ θερμότατα για όλα όσα γράφεις εδώ!
Περισσότερο από όλα, κρατώ αυτό που είπες με τον τραχανά, που μου αρέσει κιόλας :)