Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Slow (e)motion


Θυμάμαι μερικά χρόνια πριν, τότε που όλα φαινόντουσαν να είναι ιδανικά και ίσως να ήταν, τότε που μέσα μου είχα τρομερή όρεξη, πείσμα και διάθεση να κάνω διάφορα πράγματα, τότε που δεν μου έφτανε το 24ωρο και ήθελα να τα προλάβω όλα, λες και δεν θα υπήρχε αύριο.
Ήταν δύσκολο κάποιος να παρακολουθήσει τους ρυθμούς μου, έπαιρνα σβάρνα ότι έβρισκα μπροστά μου, ήταν η ορμή εκείνων των χρόνων και ίσως αυτό να φαινόταν έως και φυσιολογικό, μάλλον πλήγωνα και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο, όχι από πρόθεση, αλλά όταν τρέχεις θα κουτρουβαλιάσεις και κάποιον και θα κουτρουβαλιαστείς κι εσύ ο ίδιος, για μένα δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από τον δικό μου στόχο που δεν ήταν άλλος από το να δώσω στη ζωή μου ώθηση προς τα μπρος, έβλεπα μπροστά μου μόνο ανοιχτό ορίζοντα, ήθελα να βρίσκομαι από τη μια κορυφογραμμή στην άλλη πετώντας, να φτάνω στον προορισμό χωρίς να σκέφτομαι το ταξίδι, να πίνω νερό χωρίς να με ενδιαφέρει η πηγή.    
Με τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια δεν είχα και τις καλύτερες σχέσεις, ειδικά με το πρώτο, λιγότερο με το δεύτερο, με τα ξενύχτια απλά άντεχα, απορώ πως γινόταν να επιστρέφω στο σπίτι με τον ήλιο να έχει ήδη ανατείλει κι είτε να συνεχίζω στο γραφείο non-stop, είτε να πηγαίνω για καφέ τις Κυριακές το πρωί, ύπνος όποτε μπορούσα, είχα δει πρόσωπα το επόμενο πρωί τα οποία σαν να μην τα είχα καν συναντήσει κι όμως εκείνα με ήξεραν και μου μιλούσαν, εγώ προσπερνούσα αμέρημνος και συνέχιζα, δεν ξέρω τι άφηνα πίσω μου, δεν με ενδιέφερε, δεν μου άρεσαν οι άγκυρες, δεν βρισκόμουν στο πλοίο της γραμμής, ήμουν σε high speed.
Ήταν Κυριακή Αποκριάς, χάραμα, κοιμισμένος βρέθηκα μέσα σε ένα βρώμικο αμαξοστάσιο λεωφορείων, ο οδηγός με ταρακούνησε δυνατά για να ξυπνήσω, κοίταξα δυο μάτια να με κοιτούν μέσα σε ένα σκοτεινό λεωφορείο, σε ένα άγνωστο απόκοσμο μέρος στο οποίο δεν είχα ξαναβρεθεί, δεν φοβήθηκα, τον είδα να μου χαμογελά, δεν αισθάνθηκα την ίδια ανάγκη αλλά από ευγένεια ανταπέδωσα. Κατάλαβε ότι είχα ξεχαστεί μετά από ξενύχτι κι έκατσε δίπλα μου να μου μιλά για κάτι ανάλογο που είχε ζήσει - τι περίεργη ανακούφιση είναι τελικά να μιλάς για τα δικά σου σε έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο - έφερε δυο πλαστικά ποτήρια με ένα άθλιο φραπέ σκέτο, ο καφές μετά από ξενύχτι είναι πάντοτε φαρμάκι, με κέρασε μπουγάτσα και αρχίσαμε να τα λέμε σαν παλιοί γνώριμοι, ούτε θυμάμαι τι λέγαμε, απλά με είχε πιάσει μια τρομερή διάθεση να γελάσω, είχε αρχίσει μια απίστευτη πρωινή λογοδιάρροια λες και μιλούσα με τον κολλητό μου, ήταν από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου που κάπνισα τσιγάρο, μου έλεγε τα δικά του, μου αρέσει να ακούω τις ιστορίες των άλλων, μου αρέσει να με εμπιστεύονται, κάποια στιγμή όταν μαζευτούν μέσα μου πολλές και διαφορετικές ιστορίες, θα συγκεντρώσω όλους αυτούς τους ήρωες και θα τους βάλω μέσα σε μια και μοναδική ιστορία, θα γνωρίσω τον έναν στον άλλο κι ότι βγει…
Εκείνο το πρωινό δεν γύρισα στο σπίτι, είχε ξημερώσει μια ηλιόλουστη ημέρα, άρχισα να περπατάω στους δρόμους ζαβλακωμένος από το ποτό και την αϋπνία, έφτασε μεσημέρι, έφαγα κάτι στο πόδι και συνέχισα, ελεύθερος να ρουφάω όλα τα αρώματα της πόλης, σαν να ήθελα να την καταπιώ, κάποια στιγμή κουράστηκα, δεν ξέρω που είχα βρεθεί, έβλεπα θάλασσα, συνέχιζα να περπατώ λες και κάτι με τραβούσε προς αυτήν, ξάπλωσα στην παραλία και πάνω στην άμμο αποκοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα ξεπαγιασμένος, βρήκα δίπλα μου έναν αδέσποτο σκύλο να με μυρίζει, στα μαλλιά μου ήταν ακόμα μπερδεμένα κονφετί, ήταν πλέον απόγευμα, άνοιξα τα μάτια, τα κάρφωσα ψηλά στον ουρανό και η ψυχή μου γέμισε με μια απίστευτη χαρά γιατί δεν φοβόμουν το αύριο, ίσα ίσα που το προκαλούσα να έρθει, το χτες ήταν απλά χτες χωρίς σημασία, είχα μόνο το τώρα, είχα επιλέξει να είμαι ελεύθερος, ανεξάρτητος από νωρίς, να βγάζω τα δικά μου λεφτά, να κάνω ότι θέλω κι όπως το θέλω, να βγαίνω με όποιους θέλω και να κάνω ότι μου έκανε κέφι, να βάζω τους δικούς μου στόχους, τους δικούς μου όρους, δεν υπήρχε κάτι να εμποδίσει τη διαδρομή μου, παρά μόνο οι όποιες προσωπικές μου αναστολές, στην πραγματικότητα όμως ήμουνα ένα control freak που αισθανόταν δυσκολία να διαχειριστεί πιο σύνθετα συναισθήματα, να μπει πιο βαθιά μέσα στη ζωή κι όλη εκείνη η βιασύνη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αναζήτηση που δεν έβρισκε πάντα έκφραση σε πρόσωπα και σε ψυχές.  
Τα σύνθετα συναισθήματα όμως με βρήκαν είτε το θέλησα εγώ, είτε όχι, αυτά πάντα σε βρίσκουν κι ο επόμενος στόχος είναι να τα διαχειριστείς, να αναμετρηθείς με την απώλεια, τον θάνατο, τον έρωτα, τα ερωτηματικά, την ανεπάρκεια, τους φόβους, την αγάπη, τις δύσκολες αποφάσεις, να κάνεις εκείνο, ή να κάνεις το άλλο, η ζωή δεν αποδείχτηκε όπως νόμιζα ένα ταξίδι με high speed, αλλά μια διαδρομή με πλοίο της άγονης γραμμής, φορτώσεις - εκφορτώσεις σε κάθε λιμάνι, κόσμος να μπαίνει, κόσμος να βγαίνει με ένα εισιτήριο στο χέρι, να ψάχνει να βρει σε κάποιο κατάστρωμα να κάτσει, να τον χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα και γλάροι να τον περιτριγυρίζουν.
Ένα απόγευμα, λίγες ημέρες αργότερα και προς μεγάλη μου έκπληξη καθώς επέστρεφα με το λεωφορείο της γραμμής από τη δουλειά, συνάντησα  ξανά τον ίδιο οδηγό, τότε ήταν που του χαμογέλασα εγώ πρώτος κι εκείνος δεν τσιγκουνεύτηκε ένα πλατύ χαμόγελο και μου το ανταπέδωσε πρόθυμα.
Η γνωριμία αυτή αποδείχτηκε κάπως σουρεαλιστική, αυτόν τον άνθρωπο τον έβλεπα πολύ συχνά στο δρομολόγιο από τη δουλειά στο σπίτι, μιλούσα εγκάρδια μαζί του μέσα στο λεωφορείο χωρίς να ξέρω καν το όνομά του, πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα απέναντι από τον σουρεαλισμό - δεν τον κυνήγησα εγώ, αυτός ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα κι εγώ του την άνοιξα - κάποια στιγμή είπαμε να βγούμε για να τα πιούμε, έτσι κι έγινε, δεν είχαμε τίποτα κοινό και σε κανένα επίπεδο, άλλοι κόσμοι κι όμως κάναμε καλή παρέα κι ένα βράδυ σε κάποιο μπαράκι αισθάνθηκα την ανάγκη - ίσως επειδή η ίδια η ζωή με έβαλε απρόσμενα σε αυτή τη διαδικασία της επικοινωνίας κι αυτό έπρεπε να το σεβαστώ - όχι απλά να ακούσω κάποιον, αλλά και να τον κατανοήσω κι από πάνω, να μπω στη θέση του, να αισθανθώ όπως εκείνος, κι είχε τόσα ενδιαφέροντα να πει, δεν ήταν απλά ένας οδηγός λεωφορείου, ήταν ένας οδηγός λεωφορείου-φιλόσοφος, κουβαλούσε μια καθημερινή σοφία, τόσο απλή και τόσο εύληπτη που άνοιγε παράθυρα και πόρτες διάπλατα μέσα στο μυαλό μου, περισσότερα ακόμα κι από όσα μου άνοιγαν τα βιβλία, ή έστω κάποιοι φαινομενικά πιο καλλιεργημένοι άνθρωποι, κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι πλέον δεν έτρεχα, δεν βιαζόμουν, μάλλον είχα αρχίσει να αλλάζω κι όλες εκείνες οι γρήγορες διαδρομές αποδείχτηκαν ένα συμπυκνωμένο ταξίδι προς την δική μου ωριμότητα, η οποία ήρθε μέσα από την επαφή με πιο κόντρα ανθρώπους από μένα.
Στην πορεία κυνήγησα γνωριμίες ουσιαστικές κι όσο κι αν με φόβιζε ο κόσμος μερικών ανθρώπων, τόσο μου προξενούσε μια ιδιαίτερη έλξη η επικοινωνία μαζί τους και κάπως έτσι όλα εκείνα τα χρώματα, τα αρώματα και οι ήχοι που κουβαλούσαν όλοι αυτοί, με βοήθησαν να διαχειριστώ και τα σύνθετα συναισθήματα, να κόψω φόρα, να απολαύσω τη διαδρομή σε slow (e)motion - τότε ήταν που άρπαξα πραγματικά τη ζωή από τα μαλλιά - και να βγουν στην επιφάνεια όλα όσα κουβαλούσα από το οικογενειακό μου περιβάλλον, να παραδεχτώ όλα όσα κάποια στιγμή σνόμπαρα, να αναγνωρίζω σε εμένα τη δική τους συνέχεια σε μια άλλη εκδοχή, δεν ήταν η βιασύνη, ήταν η ηρεμία, δεν ήταν τα βιβλία, ήταν οι άνθρωποι, μόνο όταν πραγματικά υπάρχει αυτή η ουσιαστική αλληλεπίδραση με εκείνους, προϊόν κι αυτό μιας ηλικιακής ωριμότητας, βγαίνει πραγματικά η αγάπη, η στοργή, η φροντίδα, η κατανόηση, το δόσιμο, τότε μόνο παραμερίζεις τον εγωισμό…
Δεν είναι και τόσο άσχημο να μεγαλώνεις όπως φαίνεται...

5 σχόλια:

scarlett είπε...

Οταν το κανεις οπως εσυ (το να μεγαλωνεις), με πληρη συνειδηση του τι θελεις, τι επιθυμεις και σε ποιο σημειο της προσωπικης σου εξελιξης βρισκεσαι, σιγουρα δεν ειναι και τοσο ασχημο.

Προσωπικα δεν εζησα ποτε με high speed. Μαλλον δεν το χρειαζομουν,αν και καποιες (λιγες) φορες το ζηλευα σε αυτους που το εκαναν. Οι ανθρωποι και το συναισθημα επιαναν παντα πολυ χωρο μεσα μου.

Καλη σου μερα, Τζων Μποη!

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική η εκμυστήρευσή σου, νεαρέ Αλέξη Ζορμπά.

Εζησα και εγώ όπως εσύ μερικά χρόνια, γρήγορα προσπαθούσα να καταπιώ/γευτώ τη ζωή, όσο περισσότερη μπορούσα και μετά έφαγα ένα ταρακούνημα με σοβαρή ασθένεια και σταμάτησα. Να ανασάνω, να ξεκουραστώ, να φιλοσοφίσω. Μόλις έγινα καλά ή τουλάχιστον δεν αρρωσταίνω τόσο συχνά, ξανάρχισα να τρέχω, να προσπαθώ να μαζέψω όλο και περισσότερες μαργαρίτες


Θεία Λένα είπε...

http://thialena.wordpress.com/2007/09/06/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%83%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%82/

Τζων Μπόης είπε...

Καλησπέρα Scarlett,

Το ζήτημα είναι να είμαστε πάντα καλά με τον εαυτό μας και τις επιλογές μας, όποιους τελικά ρυθμούς μπορούμε ή αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε...

Το τι είχες πάντα ως γνώμονα το συναίσθημα δεν είναι κακό, ζωδιακά αν το δεις, εγώ έβαζα και πολύ λογική μέσα σε όλα...

Καλή Σαρακοστή να έχεις :)

Τζων Μπόης είπε...

Θεία Λένα, με λέτε και νεαρό και Αλέξη Ζορμπά;
Νεαρός όχι πια (μας τελείωσε αυτό εδώ και πολάααααα χρόνια), νέος ναι (μέσα μου βασικά)
Αλλά και Αλέξης Ζορμπάς; όσο σχέση έχει το Μνημόνιο με την σωτηρία της χώρας, άλλη τόση κι εγώ έχω με τον Ζορμπά! Αφήστε που και ως ήρωας δεν μου ήταν και τόσο συμπαθής.

Ελπίζω πλέον να είστε πολύ καλύτερα και να έχετε τη διάθεση και την υγεία σας να μαζεύετε όσες πιο πολλές μαργαρίτες μπορείτε.

Καλή Σαρακοστή επίσης!