Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Η Οδύσσεια ενός χρεοκοπημένου

Στην αρχή νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά, βασικά δεν το νιώθεις είσαι σίγουρος ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά αφήνεις και μια πιθανότητα να κάνεις λάθος, καθώς έχεις πεισθεί, κατά ένα βολικό για όλους τρόπο, ότι η κοινή λογική είναι υποδεέστερη της τεχνοκρατικής. Το έργο σου φαίνεται δυσνόητο, γιατί αν δε σου φανεί έτσι, πως στο καλό στο τέλος θα αποθεωθεί στα μάτια σου ο ευφάνταστος επιχορηγούμενος σκηνοθέτης…


Στη συνέχεια αισθάνεσαι να σε ζώνουν τα μαύρα φίδια, δηλαδή δεν το αισθάνεσαι ακριβώς, σε έχουν ζώσει ήδη, αλλά και πάλι πιστεύεις ότι στο τέλος κάτι θα γίνει και θα την σκαπουλάρεις, δηλαδή το παίζεις αναγκαστικά κατενάτσιο, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να είχες ήδη ζητήσει από τη μάνα σου τα ρέστα που σε άφησε να σκάσεις μύτη από την μήτρα της. Το έργο γίνεται ακόμα πιο ακαταλαβίστικο, αλλά και πάλι πιστεύεις ότι στο τέλος θα υπάρχει ένα happy end, εντάξει και ο πτωχός πλην τίμιος εργάτης υπέφερε καθ΄ όλη τη διάρκεια της ταινίας και την έβγαζε με ψωμί ζυμωτό κι ελιά, αλλά πριν πάρει το δισάκι του στον ώμο για το δρόμο και την καταραμένη την ξενιτιά, στο τέλος, αφού άφηνε τον Καζαντζίδη κι έπιανε το σέικ, κατάφερνε να παντρευτεί την κόρη του εργοστασιάρχη, η οποία τον είχε αγαπήσει σφόδρα για τα στιβαρά μπράτσα και την ντόμπρα του ψυχή κι αφού τον έβαζε να ξυρίσει το μουστάκι, του έδινε στο τέλος και τη διοίκηση του εργοστασίου (γιατί βέβαια ο πτωχός πλην τίμιος - και ξυρισμένος - εργάτης είχε και το ανάλογο εξπερτίζ!).


Με αυτά λοιπόν μεγάλωσες, γαλουχήθηκες δηλαδή για να ζήσεις το μεγάλο, το ωραίο, το αληθινό Greek dream, να κάνεις μια δρασκελιά κι από τη σκοτεινή γαλαρία που μασουλούσες πασατέμπο να βρεθείς μέσα στο πανί πίνοντας μαλτ ουίσκι σε κρυστάλλινο ποτήρι, να βρεθείς δηλαδή με ένα απλό κλείσιμο του ματιού από τα αλώνια στα σαλόνια, άλλωστε, αυτό δεν ήταν μόνο δική σου επιθυμία, κουνούσε την ουρίτσα της η κακομαθημένη και απαιτητική κόρη του σκληρού εργοστασιάρχη, τα όνειρα βλέπεις είναι πάντα δωρεάν και τα έργα βγαλμένα μέσα από την κακούργα και άπονη ζωή…


Μετά ακολουθεί μια περίοδος παγωμάρας, κατά την οποία επικρατεί η εσωστρέφεια και η εγκεφαλική επεξεργασία των νέων δεδομένων, βασικά λουφάζεις περιμένοντας τα χειρότερα, αν και κάπου μέσα σου βαθιά ακόμα έχεις κρυφή την ελπίδα ότι θα εμφανισθεί ο από μηχανής Θεός και η παράσταση στο τέλος θα σωθεί, το μελό πρέπει πάντα να έχει ένα happy end, μόνο που σε μερικές περιπτώσεις ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται λιγάκι πιο ευφάνταστος και αφήνει στα κρύα του λουτρού τον πρώην πτωχό και τίμιο εργάτη, ο οποίος έχει μεθύσει άγρια από το μαλτ, καθώς ο οργανισμός του έως τότε είχε συνηθίσει στο σπιτικό τσίπουρο, με αποτέλεσμα να χάσει το μάνατζμεντ του εργοστασίου (επιτέλους, που πας δικέ μου ξεβράκωτος στα αγγούρια!) και αυτό να επιστρέψει στον παλιό του ιδιοκτήτη και στην κακομαθημένη κόρη του.


Τα έργα δεν έχουν πάντα το πολυπόθητο happy end, άσε που μερικές φορές το ευτυχισμένο τέλος είναι προβλέψιμο και κάπως γλυκανάλατο κι έτσι, ο πρώην, αλλά και νυν πτωχός και τίμιος εργάτης, δεν φτάνει που πληρώνει πλέον τη δική του βουλιμία, πληρώνει και τα καπρίτσια του εργοστασιάρχη και της κόρης του κι έχει κι από πάνω και τη μουρμούρα του πατέρα του, του εργατοπατέρα του δηλαδή, ο οποίος το ήξερε από πριν και το φώναζε, ναι, ναι, το φώναζε, είχε την πείρα της εργατιάς αυτός και ήξερε κι έτσι το έργο τελικά από ένα αγνό και διασκεδαστικό μελό μετατράπηκε απλά σε σκληρό reality, σε μια συλλογική ενοχική παράνοια, το έργο τελικά διαπιστώνεις ότι δεν ήταν τελικά και τόσο μελό, ήταν απλά μια πολύ έξυπνη κωμωδία καταστάσεων, από εκείνες που στο τέλος σου κλείνουν πονηρά το μάτι και σε αφήνουν να δώσεις τις δικές σου απαντήσεις…

3 σχόλια:

scalidi είπε...

Α, τελικά πιο ρόδινα γίνεται εδώ πέρα...
Στο πνεύμα της Εργατικής Πρωτομαγιάς απολύτως βλέπω ;)

Τζων Μπόης είπε...

Σταυρούλα, να σου πω κάτι:

Non Passaran!

γελάσαμε και σήμερα...

Βυτιναιος είπε...

Καιρό έχεις να φανείς, πέρνα κι από εδώ.